(Παράδεισος στη Δύση)
του Κώστα Γαβρά
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
(...) Θέλησα αυτή η ταινία να μοιάζει με μια Οδύσσεια. Ο ήρωάς μου, σχεδόν σαν τον Οδυσσέα, διασχίζει τη θάλασσα, τη δικιά μου, εν προκειμένω, τη Μεσόγειο. Έπειτα διέρχεται δοκιμασίες, τρικυμίες : αντιτάσσεται στα μοντέρνα τέρατα και παρασύρει στο πέρασμά του τους μύθους της εποχής του. Με την εξής διαφορά: σκοπός του Οδυσσέα ήταν η επάνοδος στην εστία του ενώ το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας έρχεται στο Παρίσι για να δημιουργήσει μία εστία.
(...) Πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας είναι υποχρεωμένοι να ξεριζωθούν από τον τόπο τους με σκοπό να δημιουργήσουν ρίζες κάπου αλλού. Το να φεύγεις είναι σαν να πεθαίνεις λίγο αλλά το να μεταναστεύεις είναι σαν να πεθαίνεις για λίγο για να ξαναγεννηθείς κάπου αλλού . Ως προς αυτό το σημείο λοιπόν είναι μία ταινία που αναφέρεται στην δημιουργία ριζών, στο ρίζωμα. Βρίσκεται όμως στον αντίποδα, στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο, μιας στατικής θεώρησης του τι σημαίνει να αποκτάς ρίζες : δεν πρόκειται για την αγάπη της γης, των βουνών της, της μυρωδιάς του χορταριού την αυγή... Ο Ηλίας έρχεται αντιμέτωπος με έναν διαφορετικό κόσμο, άγνωστο, και μας παρακινεί να κοιτάξουμε με τα δικά του μάτια αυτόν τον κόσμο που είναι ο δικός μας. Πρόκειται για ένα βλέμμα πιο φρέσκο, που είναι ικανό να κρίνει και που θα μας θέσει εν τέλει ενώπιον του εαυτού μας.
(...) Έπρεπε να γίνει αμέσως κατανοητό ότι πρόκειται για μετανάστες, οικονομικούς ή πολιτικούς δεν έχει σημασία. Με τον Jean Claude Grinberg θελήσαμε ο ήρωάς μας να είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων εκείνων που για να επιζήσουν υποχρεώνονται να ξεριζωθούν. Επειδή δεν έχουν πια με τι να θρέψουν την οικογένειά τους, επειδή το μέλλον στη χώρα τους προμηνύεται δυσοίωνο, επειδή η πολιτική αστυνομία ενός καθεστώτος τους καταδιώκει ή επειδή απλούστατα έχουν ένα όνειρο που τους ωθεί να φύγουν για αλλού. Εφηύραμε μία γλώσσα και κάναμε τα πάντα ώστε να είναι αδύνατο να φανερωθεί η εθνικότητα του κεντρικού ήρωα της ταινίας. Στην πρώτη σκηνή παρευρίσκονται εκατοντάδες λαθρομετανάστες στοιβαγμένοι σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό πλοίο. Κοινά τους σημεία; Πλήρωσαν για να βρίσκονται πάνω σε αυτό το πλοίο και τους υποσχέθηκαν την Ευρώπη... τον παράδεισο. Στη συνέχεια ο καθένας θα ζήσει τη δικιά του Οδύσσεια σύμφωνα με το όνειρό του, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις ικανότητές του...
(...) Η μετανάστευση είναι ένας είδος σκοτεινής κάμαρας που μας εμφανίζει τον εαυτό μας σε μία δεδομένη στιγμή. Ο τρόπος με τον οποίο μία χώρα δέχεται ή όχι τους πληθυσμούς των μεταναστών, ο τρόπος με τον οποίο τους εντάσσει ή τους απωθεί, τα τεχνάσματα και οι φραγμοί που βάζει ή όχι σε λειτουργία, το πώς προδιατίθεται σε σχέση με τους μετανάστες από συγκεκριμένες χώρες και όχι από άλλες, όλα αυτά λένε πολλά για την κατάσταση της ίδιας της χώρας : η μεταχείριση που επιφύλαξαν οι γάλλοι στους ιταλούς ή στους πολωνούς τη δεκαετεία του ’30, στη συνέχεια στους μετανάστες από τη βόρεια Αφρική πριν και μετά τον πόλεμο της Αλγερίας, στους Πορτογάλους την ίδια περίοδο, χωρίς να μιλήσουμε για τις προκαταλήψεις σχετικά με τους ασιάτες μετανάστες : «πιο διακριτικοί, πιο εργατικοί, πιο εύκολοι στο να ενταχθούν», όλα αυτά τα στερεότυπα μιλούν για εμάς. Ο Ηλίας, ο ξενιτεμένος, μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε την κοινωνία μας και τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία συμπεριφέρεται αντιμέτωπη με αυτό το «ξένο σώμα».
(...) Το πρόβλημα του Ηλία δεν ορίζεται ως ένα είδος εγγενούς δυσκολίας να εγκατασταθεί. Το πρόβλημά του είναι ότι δεν μπορεί να καθίσει σε ένα μέρος χωρίς να έλθει κάποιος να τον διώξει. Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση φυγής επειδή τον κατατρέχουν. Ο μετανάστης στις μέρες μας δεν θεωρείται τύχη για μια χώρα. Δεν καλύπτει πλέον μία ανάγκη, δεν αποτελεί απλώς πρόβλημα : γίνεται αντιληπτός ως κίνδυνος. Ως τέτοιον τον παρουσιάζουν πολλά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Ο μετανάστης παριστά έναν κίνδυνο : έναν κίνδυνο επιδρομής για την κοινωνία. Εντούτοις η ευρωπαΪκή κοινωνία όπως και η γαλλική κοινωνία χρειάζεται τους μετανάστες.
(...) Ο συγκεκριμένος ήρωας με αγγίζει περισσότερο από κάποιον άλλον. Η πραότητα, καλή διάθεση του μετανάστη οφείλονται στην ανάγκη του να γίνει αποδεκτός και γιατί όχι, στην ανάγκη του να αγαπηθεί. Όμως επίσης και σε ένα αίσθημα κατωτερότητας το οποίο γεννάται από ένα είδος πατερναλισμού που βλέπει συχνά στα μάτια μας ή διακρίνει στη συμπεριφορά μας.
Τρέφω βαθύ σεβασμό προς τον άνθρωπο που μεταναστεύει. Το να εγκαταλείπεις τη χώρα σου, το να πηγαίνεις προς το άγνωστο, συνιστούν μία τρομερή δοκιμασία. Είναι αναγκαίες μια ψυχική και σωματική αντοχή απέναντι σε όλες τις πιθανές ταλαιπωρίες. Χρειάζεται οξεία αντίληψη, αντίληψη της ζωής. Είναι αναγκαίο επίσης ένα είδος ταλέντου στο να τα βγάζει κανείς πέρα αλλά και μία ικανότητα κατανόησης και προσαρμογής σε κώδικες, σε διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας, χωρίς να μιλήσουμε για το φραγμό της γλώσσας. Είναι ίσως τελικά οι καλύτεροι που έχουν τις συγκεκριμένες ποιότητες και αυτοί έρχονται σε εμάς, στον δικό μας «παράδεισο».
Θελήσαμε με τον Jean Claude Grinberg η ταινία να είναι ένας φόρος τιμής στους πατέρες μας, στους παπούδες μας και σε εκείνους της γενιάς μας που ήλθαν στη Γαλλία παρά τις ενέδρες και τις τρικυμίες. Να τοι, να μαστε! «We stand» όπως λένε και οι αμερικάνοι, δηλαδή «στεκόμαστε», Μου αρέσει πολύ αυτή η απλή έκφραση. Υπάρχει περηφάνεια στο να στέκεται κανείς απλώς εκεί, όρθιος. Χωρίς αμφιβολία είναι ίδιον του πρωτοπόρου αλλά αφήνει να εννοηθούν πολλά.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)