του Fatih Akin
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
soulkitc1.jpg
Η ΙΔΕΑ
Η ιδέα για το "Soul Kitchen" υπήρχε εδώ και καιρό. Πάντοτε σκεφτόμουν τον φίλο μου Άνταμ Μπουσδούκο και την ταβέρνα του στη συνοικία Ότενσεν του Αμβούργου. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό ρεστοράν για εμάς: ήταν ένας παιδότοπος για περιπέτειες, ένας χώρος περισυλλογής, ένα μέρος για γιορτή, σαν το σπίτι μας. Ήθελα να "αιχμαλωτίσω" αυτόν τον τρόπο ζωής και δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, αν ήμουν πολύ μεγαλύτερος. Δεν μπορώ να πηγαίνω σε πάρτι για μια ζωή ούτε πλέον να βγαίνω πέντε φορές την εβδομάδα. Κάποια στιγμή, αρχίζεις να έχεις πονοκεφάλους, θεωρείς τη μουσική πολύ δυνατή, δεν μπορείς να αντέξεις τον καπνό. Μεγαλώνουμε και είναι ok, γιατί κάποτε αυτός ο τρόπος ζωής απλά εξαφανίζεται. Ωστόσο, το να κάνεις μια ταινία με αυτό το θέμα έχει ακόμη αξία, γιατί εν τέλει έχει να κάνει με ένα υπαρξιακό ζήτημα. Έχει να κάνει με το ποτό, το φαγητό, τα πάρτι, τον χορό, το σπίτι. Ήθελα να κάνω μια ταινία για το "σπίτι", όχι με την έννοια της τοποθεσίας, αλλά ως στάση ζωής και συμπεριφοράς.

ΠΩΣ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ Η ΤΑΙΝΙΑ
Η ιστορία για το πώς έγινε αυτή η ταινία είναι μια Οδύσσεια που ξεκίνησε το 2003. Αρχικά, ήθελα να δοκιμάσω το νέο μου πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου. Ο Άνταμ και το κορίτσι του είχαν μόλις χωρίσει και βασικά ξεκίνησα να πληκτρολογώ το εξής: "Ο Άνταμ είναι πληγωμένος, το εστιατόριο θα μπορούσε να κάνει καλύτερες δουλειές". Είχα γράψει 20 σελίδες σεναρίου και τέλειωσα την πρώτη βερσιόν μέσα σε 5 ημέρες. Ύστερα ακολούθησε η βράβευση για το "Head On", η Χρυσή Άρκτος. Έπειτα από αυτό, δεν έβρισκα το "Soul Kitchen" καθόλου ενδιαφέρον. Δεν μπορούσα να ελευθερώσω τον εαυτό μου από τις πιέσεις που επέφερε η επιτυχία. Ωστόσο, χρειαζόμασταν μια νέα ιστορία για να διατηρηθεί "ζωντανή" η εταιρεία παραγωγής μας. Είχαμε ιδρύσει την εταιρεία για την ταινία "Head On". Έτσι γυρίσαμε το "Crossing the Bridge". Και το "Soul Kitchen" παρέμεινε στο συρτάρι, παρόλο που είχαμε συνεχίσει να αναπτύσσουμε την ιστορία. Κάποια στιγμή, είχα αποφασίσει ότι απλά ήθελα να συμμετέχω ως παραγωγός στην ταινία και να βρω άλλον σκηνοθέτη. Όμως με είχε ενοχλήσει το γεγονός ότι, μετά τα "Head On" και "The Edge of Heaven", φαινόταν ότι είχα εστιάσει την προσοχή μου στο να κάνω πιο σοβαρές ταινίες. Δεν ήθελα να είμαι σκλάβος της επιτυχίας μου κι έτσι διερωτήθηκα "Για ποιον πραγματικά το κάνω όλο αυτό;".
soulkitc2.jpgΤο "Soul Kitchen" δεν είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας μου για "την αγάπη, το θάνατο και τον διάβολο". Τα πρώτα δύο κομμάτια της "τριλογίας" ("Head On", "The Edge of Heaven") ήταν εξαιρετικά σφοδρά και σκληρά, απαιτούσαν αρκετή θυσία. Με το "Soul Kitchen" ήθελα να αναρρώσω. Υποτίθεται ότι ήταν κάτι που θα μου θύμιζε ότι η ζωή δεν έχει να κάνει μόνο με πόνο και ενδοσκόπηση. Ήταν ένα είδος τάιμ-άουτ προτού ασχοληθώ με τον "διάβολο". Επίσης ήθελα να κάνω αυτή την ταινία προτού είναι πολύ αργά για να γίνει πιστευτή. Υπάρχει μια περίεργη φιλοσοφία στον κινηματογράφο, που λέει ότι "αν δεν υποφέρεις όσο γυρίζεις μια ταινία, τότε δεν θα είναι τόσο καλή". Μέχρι το "Soul Kitchen", όλα αυτά ήταν απλά λόγια για μένα, αλλά γυρίζοντας αυτή την "εύκολη" ταινία, είχα ξεκάθαρα πάρει το μάθημά μου.

ΑΜΒΟΥΡΓΟ
Ένιωθα ότι χρωστούσα σε αυτή την πόλη μια ταινία. Πρόσφατα, δυο άνθρωποι του κινηματογράφου από τη Νέα Υόρκη ήρθαν να με επισκεφτούν. Αρχικά με ρώτησαν κι οι δύο: "Γιατί μένεις ακόμη εδώ; Πότε θα μετακομίσεις στη Νέα Υόρκη;". Τους απάντησα: "Γιατί νιώθω πραγματικά καλά εδώ. Γνωρίζω κάθε δρομάκι, τους κινηματογράφους, τους πορτιέρηδες παντού, ξέρω πού να βρω έναν καλό γιατρό, πού να βρω τα καλύτερα λαχανικά. Γιατί να μετακομίσω σε άλλη πόλη;". Είχαμε πάει για φαγητό και μετά βγήκαμε έξω στην πόλη. Αρχικά πήγαμε σε ένα electro party στην Αλτόνα, έπειτα στη συνοικία Σάνζεν, στο Μαντελέι κι έπειτα στο μπαρ Μπερνστάιν. Τελικά καταλήξαμε στο Κίεζ, στην περιοχή του Αμβούργου με τα κόκκινα φώτα. Στις 6 το πρωί, κόσμος έβγαινε από τα clubs και στεκόταν γύρω από το Hamburger Berg, έναν δημοφιλή δρόμο-στέκι. Ήταν ζεστά, χάραζε, και οι δυο Νεοϋορκέζοι φίλοι μου ήταν ενθουσιασμένοι. Τα μπαρ κλείνουν στις 4 το πρωί στη Νέα Υόρκη. Οπότε μου είπαν: "Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί δεν θέλεις να φύγεις. Είναι μια πόλη υπέροχη με σπουδαία αρχιτεκτονική, υπέροχο φαγητό, ωραία clubs και τις πιο όμορφες γυναίκες". Πιστεύω ότι καταφέραμε να αποδώσουμε κάτι απ' όλα αυτά στο "Soul Kitchen".

Ο ΖΗΝΟΣ- ΑΝΤΑΜ ΜΠΟΥΣΔΟΥΚΟΣ
Ο Ζήνος είναι γενναιόδωρος και "αυτοθυσιαζόμενος", κάπως αδέξιος, έχει όμως καλή καρδιά. Είναι επίσης λίγο οπορτουνιστικός, όπως είναι συνήθως οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη γαστρονομία. Πάντοτε κοιτούν τη δουλειά τους. Έχει το τυπικό όνειρο των μεσοαστών- ίσως ο Ζήνος είναι ο πιο μεσοαστός από όλους τους υπόλοιπους ήρωες. Αυτό που θέλει περισσότερο είναι να κάνει 2 παιδιά με τη Ναντίν και, όσο εκείνη θα τα προσέχει, αυτός θα ασχολείται με το εστιατόριο. Όμως ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν συνήθως, μέσα στην μελαγχολία τους, τους οδηγεί να ερωτεύονται το απίθανο. Η Ναντίν είναι "ένα μέγεθος" μεγαλύτερή του, ακόμη και εξωτερικά. Ο Ζήνος είναι βασικά μια κλασική κωμική φιγούρα. Το πρόβλημά του με τη δισκοπάθεια είναι τραγικό και κωμικό ταυτόχρονα. Υπάρχει ένα είδος χιούμορ που "εκρήγνυται" παντού, γιατί δουλεύει οπτικά και όχι μόνο με τις λέξεις, όπως συνέβαινε με τους μεγάλους κωμικούς του βωβού κινηματογράφου, Μπάστερ Κίτον και Τσάρλι Τσάπλιν. Για μένα, ο Ζήνος είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν του σήμερα.

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΦΑΓΗΤΟ
Στην Ταβέρνα, σέρβιραν τυπικό φαγητό, όπως τηγανητό καλαμάρι, σουβλάκι ψαριού, κοτολέτες αρνιού κλπ. Κάποια στιγμή, ο Άνταμ κι εγώ ήμασταν στη Θεσσαλονίκη στο φεστιβάλ κινηματογράφου και καταλήξαμε να τρώμε παραδοσιακή κουζίνα. Την λατρέψαμε. Άλλαξε ολοκληρωτικά την εντύπωσή μας για την ελληνική κουζίνα. Ο Άνταμ ρώτησε τη μητέρα του αν θα μπορούσε να μαγειρέψει στην Ταβέρνα. Ήταν το καλύτερο φαγητό που είχαν φάει ποτέ σε αυτό το εστιατόριο, όμως κανείς δεν ήθελε να το δοκιμάσει. Αυτό που ήθελαν όλοι ήταν οι τηγανητές πατάτες, το άνοστο ψάρι τους και το χαμηλής ποιότητας τηγανητό καλαμάρι!
Στο "Soul Kitchen", δείχνουμε ότι η καλή κουζίνα διώχνει τους τακτικούς πελάτες. Οι θαμώνες δεν φεύγουν γιατί είναι πιο ακριβά, φεύγουν γιατί τους σερβίρεται κάτι διαφορετικό. Όμως κάποιοι από αυτούς επιστρέφουν.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)