του Thomas Vinterberg
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Το Submarino βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του νεαρού Δανού συγγραφέα Γιόνας Τ. Μπένγκτσον.
Μου άρεσε η άμεση γλώσσα του βιβλίου. Η άκαμπτη αλήθεια στη γραφή μου θυμίζει τα πρώτα μου βήματα στην κινηματογράφηση. Διαισθάνθηκα αμέσως ότι η θεματολογία ήταν σπουδαία και καθολική.
Κατά κάποιο τρόπο, οι χαρακτήρες είναι όλοι άνθρωποι που προσπαθούν να κρατήσουν τα κεφάλια τους έξω απ’ το νερό. Η ταινία αφορά ανθρώπους που δεν καταφέρνουν να βγουν στην επιφάνεια. Ο τίτλος μάλιστα, αναφέρεται σε μία μέθοδο βασανιστηρίου κατά την οποία το κεφάλι του θύματος παραμένει κάτω από το νερό με τη βία. Αν και δεν έδωσα ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό στην ταινία, κράτησα τον τίτλο, για την αναφορά στην οποία παραπέμπει.
(...)Ήθελα να πω την ιστορία ανθρώπων που προσπαθούν να φροντίσουν ο ένας τον άλλον, ακόμη και υπό θλιβερές συνθήκες σε ζοφερά περιβάλλοντα. Το περιβάλλον της ταινίας ήταν κατά κάποιο τρόπο εξωγήινο για εμένα, αλλά με γοητεύει συχνά η σκοτεινή πλευρά της ζωής. Οι χαρακτήρες του SUBMARINO έχουν πιάσει πάτο. Ανήκουν σε ένα ειλικρινές κι άμεσο κομμάτι της κοινωνίας, όπου η επιβίωση προηγείται. Παρά τη θλίψη της ιστορίας, το γύρισμα ήταν μια ιδιαίτερα ευχάριστη διαδικασία. Καθ’ όλη τη διάρκεια νοιώθαμε ότι κάναμε κάτι σωστό. Ήταν πολύ πλούσια και ικανοποιητική εμπειρία.
(...) Τα συναισθήματα μου ως πατέρας με χτύπησαν σκληρά με το SUBMARINO. Μπορεί να μη χρειάστηκε ποτέ να ζήσω σε καταφύγιο ή χωρίς χρήματα, αλλά ως πατέρας δύο παιδιών (9 και 14), συνδέθηκα προσωπικά με τα θέματα που πραγματεύεται η ταινία. Είναι αυτός ο συνεχής φόβος που έχεις ότι θα απογοητεύσεις τα παιδιά σου, ότι δε θα μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στις ευθύνες που σου αναλογούν.
Είμαι πάντα σε πανικό όσον αφορά τα παιδιά μου. Ιδιαίτερη συμπάθεια είχα για το Μάρτιν, γιατί ως χωρισμένος κι εγώ, πρέπει να λειτουργώ μόνος μου όπως κι εκείνος.
(...) Η ραχοκοκαλιά της ταινίας είναι πως τα δύο αδέρφια προσπαθούν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν. Προσπαθούν να γυρίσουν στην παιδική τους ηλικία που κατοχυρώσανε τον ισχυρό μεταξύ τους δεσμό. Πιστεύω ότι αν είχανε βρεθεί εγκαίρως ως ενήλικες, ίσως να μπορούσανε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο.
Από την αρχή της ταινίας, που παρακολουθούμε τα δύο αδέρφια σε νεαρή ηλικία, γνωρίζουμε ότι έχουν πολύ βαριά φορτία να κουβαλήσουν. Ήθελα η σκηνή της Βάπτισης να πλαισιώσει την ταινία, ώστε να νοιώθουμε την ίδια τρυφερότητα στην αρχή και στο τέλος. Η βάπτιση είναι μια ιδιαίτερη στιγμή στις ζωές των δύο αδελφών. Είναι η μοναδική στιγμή χαρά κι αγνότητας στη ζωή τους. Η συγκεκριμένη σκηνή αντανακλά την εικόνα που θέλαμε να δώσουμε συνολικά με τη διευθύντρια φωτογραφίας Σάρλοτ Μπρους Κρίστενσεν. Όχι χειροκίνητη και «βρώμικη», αλλά ειλικρινής κι αγνή. Ακόμη και στις πιο σκοτεινές σκηνές, προσπαθούμε να το διατηρήσουμε αυτό.
(...) Ο Νικ έχει την ανάγκη να τους φροντίζει όλους. Σε όλη του τη ζωή φρόντιζε άλλους, τον αδερφό του, τον Ιβάν. Πάντα κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να φροντίσει το νεογέννητο αδερφό του όταν ήταν παιδί. Δε θέλει να χάσει κανέναν άλλον, και προσπαθεί διαρκώς να επανορθώσει. Δε με ενδιαφέρουν οι θυμωμένοι χαρακτήρες. Με ενδιαφέρουν οι θυμωμένοι χαρακτήρες, που έχουν και μια ευαίσθητη πλευρά. Υπάρχει ένας άνθρωπος που νοιάζεται πίσω από το τέρας που δείχνει να είναι ο Νικ. Πάντα τον αντιμετώπιζα ως το συνδυασμό ενός σκληρού άντρα κι ενός ευαίσθητου παιδιού. Ήθελα το κοινό να συνεχίζει να βλέπει το παιδί στο Νικ, ακόμη κι ως ενήλικα.
(...) Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι αυτός ο χαρακτήρας αναφέρεται ως ο πατέρας του Μάρτιν ή ο αδερφός του Νικ. Αυτή είναι η ταυτότητα του, ο λόγος ύπαρξης του. Αν δεν είχε το γιο του, πιθανότατα να είχε πεθάνει από υπερβολική δόση πολύ καιρό νωρίτερα. Η φροντίδα του παιδιού του τον κρατάει στη ζωή. Αναζητά συνεχώς την ισορροπία ανάμεσα στις δικές του ανάγκες και του γιου του. Νοιώθει και συνεχείς ενοχές ότι δε μπορεί να ανταπεξέλθει στην ευθύνη. Κάνει σπασμωδικές κινήσεις για να βγάλει χρήματα. Πιστεύω ότι είναι τόσο λάθος η αντίληψη ότι τα παιδιά θέλουν λεφτά. Θέλουν απλά αγάπη και φροντίδα. Τόσοι και τόσοι γονιοί ωστόσο αφιερώνουν υπέρογκο χρόνο στη δουλειά τους, στο όνομα των παιδιών τους. Καταλήγουν να βρίσκονται παντού και πουθενά. Στη δουλειά, τους λείπει η οικογένεια. Στο οικογενειακό δείπνο, δε μπορούν παρά να σκέφτονται τη δουλειά. Ο πατέρας του Μάρτιν δε διαφέρει ιδιαίτερα.
(...) Με απασχόλησε ιδιαίτερα ο χαρακτήρας του ενήλικα Νικ στην αρχή. Ήταν εκείνο το είδος του θυμωμένου μπάσταρδου για τον οποίο δε νοιώθεις καμία συμπάθεια. Δεν ήθελα το κοινό να νοιώθει έτσι, ούτε για εκείνον ούτε για κανέναν από τους χαρακτήρες. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να εστιάσουμε στην ανθρωπιά των χαρακτήρων.
Ήθελα το κοινό να έχει συνεχή αίσθηση του πόσο εύθραυστοι είναι οι χαρακτήρες. Όσο βίαιες κι αν είναι κάποιες πράξεις τους, πρέπει πάντα να τους αντιμετωπίζουμε ως τα ευαίσθητα πλάσματα που είναι. Είναι ο μόνος τρόπος να μας κάνει να ταυτιζόμαστε μαζί τους. Για παράδειγμα, ο χαρακτήρας του Ιβάν. Στην πραγματικότητα, είναι ένας υπέρβαρος δολοφόνος που ιδρώνει συνεχώς! Όταν το σκέφτεσαι, δε θα’ πρεπε να τον συμπαθείς ιδιαίτερα. Αλλά είναι πολύ ευαίσθητος και χρειάζεται κάποιον να τον βοηθήσει. Παριστάνει κάποιον που δεν είναι, και καταλήγει να αποκαλύπτεται σιγά σιγά. Μερικές φορές, όσο πιο ψυχοπαθής είναι ο χαρακτήρας, τόσο πιο ενδιαφέρων. Έκανα το ίδιο με τον πατέρα στην Οικογενειακή γιορτή. Έχει κακοποιήσει τα παιδιά του, ωστόσο υπάρχει μια συμπάθεια προς αυτόν. Θέλω πάντα να βλέπω τη συμπόνια. Προσπαθώ να κρατώ τη σωστή ισορροπία, κατά το σενάριο, το γύρισμα και το μοντάζ .
(...) Ο Νικ βλέπει απομεινάρια της αλκοολικής μητέρας του παντού, ειδικά στη γειτόνισσα του Σόφι. Αντίθετα όμως με την καταχρηστική μητέρα του, η Σόφι είναι μια γυναίκα που κάνει θυσίες. Μοιράζεται τον εαυτό της με όλους. Μοιράζει χαμόγελα και το σώμα της. Ήταν κάποτε μια μέση αστή, που έκανε τη ζωή της άνω κάτω για διάφορους λόγους. Η τρέλα της οφείλεται κυρίως στο ότι έχασε την κηδεμονία του γιου της. Χωρίς να έχει βοήθεια από κανέναν, στρέφεται στον Νικ. Εκείνος όμως αδυνατεί να δεθεί μαζί της, καθώς παραμένει ανέπαφη η αγάπη του για την Άνα, αν κι έχουν περάσει χρόνια από το χωρισμό τους.
Η ερωτική ιστορία του Νικ και της Άνα, είναι μια πραγματική νότα ελπίδας στο SUBMARINO. Συνειδητοποιούμε ότι ο Νικ είναι ικανός να αγαπήσει. Παρ’ όλο που η αγάπη τους κατέρρευσε, νοιώθει ακόμη δεμένος με εκείνη. Δεν είναι απλά ικανός να αγαπήσει, αλλά έχει ελπίδα και να ξαναγαπήσει στο μέλλον παρ’ όλα όσα έχουν συμβεί
(...) Είδαμε δεκάδες νεαρά αγόρια για να βρούμε τα σωστά για το SUBMARINO. Είναι φυσικά όλα μη επαγγελματίες, καθώς δεν υπάρχουν πολλά παιδιά ηθοποιοί στη Δανία, όπως στις ΗΠΑ. Βρήκα τα κατάλληλα με την πρώτη ματιά. Ο μικρός Μάρτιν, Γκούσταβ Φίσερ Κέρουλφ είναι οχτώ ετών κι ο Κρίστιαν Κιρκ Όστεργκαρντ, που υποδύεται το γιο της Σόφι, είναι έξι. Είναι λίγο ιδιαίτερο να δουλεύεις με τόσο νεαρούς ηθοποιούς. Στις ηλικίες αυτές, τα παιδιά θέλουν να ξέρουν απλά τι να κάνουν και που να σταθούν. Δουλέψαμε πολύ περισσότερο με το 13χρονο Σεμπάστιαν Σάρνινγκ, που υποδύεται το νεαρό Νικ και το 12χρονο Μαντς Μπρο, που υποδύεται τον νεαρό αδερφό του. Συζητήσαμε πάρα πολύ το τι σήμαινε η κάθε σκηνή. Έπρεπε να τους διδάξω τις βασικές αρχές της υποκριτικής, καθώς δεν είχανε ξαναπαίξει στο παρελθόν. Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνους να ξέρουν από που προέρχονται οι χαρακτήρες τους και που οδεύουν. Περάσανε πολύ χρόνο με τα μωρά (ήταν δίδυμα) και την οικογένεια τους. Τα μωρά έπρεπε να αισθάνονται άνετα κοντά τους, και τα αγόρια έπρεπε να αισθάνονται άνετα φροντίζοντας τα, κρατώντας τα. Είμαι πολύ σχολαστικός με αυτά και ήθελα ένα ασφαλές περιβάλλον. Ήμουν πολύ τυχερός που βρήκα τόσο όμορφα δίδυμα και τόσο συνεργάσιμους γονείς.
(...) Όλοι μας στην ομάδα, έπρεπε να μπούμε στη διαδικασία να ελαχιστοποιήσουμε την απόσταση μεταξύ «υμών» κι «εκείνων». Έπρεπε να ξεπεράσουμε το γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι με αξιόλογα εισοδήματα που φαντάζονται ότι έχουν κάτι να πουν για τη ζωή σε ένα σκληρό κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Υπάρχει μια δόση υπεροψίας και τόλμης σε αυτό που έπρεπε να ξεπεραστεί στις πρόβες. Ο Γιάκομπ Σέντεργκρεν, ο Νικ στην ταινία, πέρασε αρκετό καιρό σε ένα κέντρο αποκατάστασης για πρώην κατάδικους. Ο Μόρτεν Ρόουζ, ο Ιβάν, φόρεσε ένα κοστούμι και βγήκε στους δρόμους μαζεύοντας άδεια μπουκάλια. Πήγα στο κέντρο που έμενε ο Νικ, γιατί έπρεπε να περάσω κι εγώ ένα βράδυ εκεί. Ο μάνατζερ εκεί μου είπε: «Θέλεις να πάρεις το κρεβάτι κάποιου, απλά επειδή κάνεις μια ταινία; Το βρίσκεις δίκαιο;». Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό, αλλά έπρεπε να σβήσουμε την απόσταση μεταξύ μας.
(...) Υπάρχει σίγουρα σύνδεση μεταξύ του SUBMARINO και των πρώτων μου ταινιών, και ειδικά με αυτή την παραγωγή, ένοιωθα ότι ξεκινάω απ’ την αρχή. Το καστ περιλαμβάνει ηθοποιούς που κάνουν το ντεμπούτο τους στον κινηματογράφο, και το συνεργείο περιλαμβάνει πολλούς νέους ανθρώπους με τους οποίους δεν έχω ξαναδουλέψει. Η διευθύντρια φωτογραφίας Σάρλοτ Μπρους Κρίστενσεν, που σπούδασε στο National Film &Television School του Λονδίνου, δεν είχε ξανακάνει ταινία, ενώ ο συνεργάτης μου στο σενάριο Τομπάιας Λίντχολμ, που πρόσφατα αποφοίτησε από Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας, έκανε την πρώτη του ταινία επίσης. Έπρεπε να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι είμαι ο γηραιότερος της ομάδας πλέον. Ωστόσο, αυτό το γεγονός μου έδωσε ένα νέο ενθουσιασμό και πνεύμα μαχητικότητας. Προχώρησα στο πρότζεκτ αυτό με αίσθηση αγνότητας και γύμνιας.
(πηγή σημειώσεις για την παραωγή)