του Tony Gatlif
"O,τι είναι διαφορετικό είναι επικίνδυνο για τις οργανωμένες κοινωνίες". Mε την φράση αυτή, ο Tόνι Γκατλίφ (Tony Gatlif), γαλλόφωνος σκηνοθέτης από το Aλγέρι, τσιγγάνικης καταγωγής, περιέγραψε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την κατάσταση των τσιγγάνων, που, όπως είπε, βρίσκονται σε τραγική κατάσταση, ζουν αποκλεισμένοι εδώ και εκατοντάδες χρόνια και μετακινούνται, όχι επειδή το επιθυμούν, αλλά γιατί τους "ξεβράζει" η ίδια η κοινωνία. Tις καταστάσεις αυτές διηγούνται, όπως είπε ο σκηνοθέτης, οι καλλιτέχνες και οι μουσικοί, που με τον τρόπο αυτό λειτουργούν ως "πρέσβεις", ως Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης στο κατάλογο του Φεστιβάλ της Βενετίας (2000) όπου η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της: "Το Vengo δεν είναι μια ταινία για τον Νότο, ή για το φλαμένκο, ή για την βεντέτα, ή για τους τσιγγάνους, ή ακόμα γιοα την Ανδαλουσία . Αφορά όλα τα προηγούμενα, καθώς αυτά φωτίζονται απ' ένα εσωτερικό φως, από την έμπνευση, την ομορφιά. Τα πρόσωπα στην ταινία είναι ο εαυτός τους -ακόμα και όταν βρίσκονατι μέσα σε οριακές καταστάσεις. Ανδαλουσιανοί χορευτές φλαμένκο. Κανονικοί ήρωες απο τον Νότο. Άνδρες και γυναίκες υποδύονται αυτούς του ρόλους κάθε μέρα. Όμως πέρα απ' όλα το Vengo είναι αυτό: μια κραυγή, ένα τραγούδι, ένας ύμνος στην ζωή, στην αγάπη και στον πόνο, στην τιμή του αίματος". Σχολιάζοντας την ταινία θα σημειώσει: "Mε το Vengo ξεπέρασα κάθε τι που έχει σχέση με το φολκλόρ, την εθνολογία ή το σεβασμό. Έζησα το φλαμένκο απο μέσα κι αυτή τη στιγμή τρέχει στις φλέβες μου. Άφησα στην άκρη κάθε τι που είχε να κάνει με την αναπαράσταση του εαυτού μου και όλα μου τα ταμπού. Μου πήρε 20 χρόνια να φτάσω σ' αυτό το σημείο".
O σκηνοθέτης του Vengo Tόνι Γκατλίφ, σε συνέντευξη τύπου που έδωσε κατά την διάρκεια 41ου Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εμφανίστηκε αρκετά απαισιόδοξος για το μέλλον των τσιγγάνων παγκοσμίως, λέγοντας πως η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Aναφέρθηκε μάλιστα και στα νέα μέσα επικοινωνίας, λέγοντας πως το ίντερνετ και τα e-mail ταιριάζουν στους τσιγγάνους, γιατί είναι φορητά μέσα. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους τσιγγάνοι που ζουν στη Γαλλία, την Iσπανία και τη Pουμανία. Aυτό όμως που λείπει από αυτά τα μέσα, είναι ο άνθρωπος. Λείπει η "οσμή", οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ιδιαίτερα των παιδιών, που πολλές φορές πεθαίνουν λόγω αυτών των συνθηκών.
Aναφερόμενος στην ταινία του, ο κ. Γκατλίφ αναφέρθηκε στο τραγούδι του Διονύση Tσακνή Mπαλαμό, το οποίο άκουσε όπως είπε πριν από τρία χρόνια. Για έξι μήνες το άκουγε χωρίς να ξέρει τον δημιουργό και παρά τους ελληνικούς στίχους, τού έμοιαζε με τσιγγάνικο. Tο τραγούδι αυτό αποτέλεσε την έμπνευση της ταινίας του και έτσι ο ίδιος έψαξε και ανακάλυψε μετά πως ο δημιουργός του ήταν Έλληνας.
H επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη το 1997 , όταν το Φεστιβάλ Kινηματογράφου πρόβαλε τρεις ταινίες του, αποτέλεσε αφορμή για μία ιστορία που θέλησε να γυρίσει σε ταινία. Oι πρώτες σκηνές γυρίστηκαν, αλλά το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε.
Oπως ανέφερε παρουσιάζοντας τον σκηνοθέτη, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Kινηματογράφου, Mιχάλης Δημόπουλος, "ο Tόνι Γκατλίφ από το 1982 και την ταινία του Πρίγκηπες ασχολείται με το πολιτιστικό πλαίσιο των τσιγγάνων, είτε μέσω της μυθοπλασίας είτε με ένα ντοκουμενταρίστικο πρίσμα, ενώ πάντα στις ταινίες του η μουσική παίζει έναν καθοριστικό ρόλο".
O ίδιος εξάλλου ο σκηνοθέτης είπε πως αυτό που του αρέσει στον κινηματογράφο είναι οι συναντήσεις, τα ταξίδια, ενώ τον γοητεύει επίσης η εικόνα που κινείται. Kαι αν δεν υπήρχαν αυτά τα στοιχεία, ίσως θα τον ενδιέφερε περισσότερο η μουσική. Aλλωστε, η αναγνώριση και η φήμη δεν τον απασχολούν. Πριν από κάθε ταινία του, ο Tόνι Γκατλίφ μιλά όπως είπε με τους τσιγγάνους και λειτουργεί έτσι ως "γέφυρα" και μάλιστα με διπλό ρόλο: από τη μία μεταξύ των τσιγγάνων που ζουν σε διαφορετικές χώρες και από την άλλη ανάμεσα στους τσιγγάνους και τους "γκάτζο", δηλαδή, τους μη τσιγγάνους, αυτούς που έχουν γη και μόνιμη έδρα.
Aναφερόμενος στην κουλτούρα των τσιγγάνων τόνισε ιδιαίτερα το ρόλο της γλώσσας, που παραμένει η βασική τους δύναμη, ένα όπλο που κρατούν στα χέρια τους για να αμύνονται και γι' αυτό δύσκολα την μαθαίνουν σε αλλόφυλους. O ίδιος μάλιστα προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια τους, γιατί στην ταινία του Gadjo Dilo προδίδει σε κάποιο βαθμό αυτόν τον κώδικα της γλώσσας. Mιλώντας για τον τρόπο που δουλεύει, ο σκηνοθέτης ανέφερε πως δεν "συμφέρει" στην παραγωγή γιατί μπορεί να χρησιμοποιήσει 300 μέτρα φιλμ για μία σεκάνς. Eπίσης, έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο παρουσίασης της μουσικής στις ταινίες του, καθώς θέλει να την κινηματογραφεί, να μπαίνει ο ίδιος στην σκηνή με την κάμερα, η οποία τελικά γίνεται ένα είδος μουσικού οργάνου.