(Παράδεισος του έρωτα)
του Ulrich Seidl
paradis1.jpg

Πρώτο μέρος μιας τριλογίας, η ταινία είναι πορτραίτο ενός χαρακτήρα, αλλά και μια απεικόνιση μιας απωθητικής εκδοχής τουρισμού -του σεξοτουρισμού-, μέσα από μια ντοκιμαντερίστικη αισθητική.
Διαδραματιζόμένη στο μεγαλύτερο μέρος της στην Κένυα, η αφήγηση της ταινίας παρακολουθεί τις διαδρομές της Teresa, μιας 50χρονης αυστριακής. Έρχεται στην Κένυα, μόνη της, για διακοπές, προς αναζήτηση αισθηματικών ή άλλων περιπετειών. Δεν είναι παρά άλλη μια “sugar mama”: ο όρος περιγράφει τις δυτικές γυναίκες που αναζητούν τη σεξουαλική συντροφιά νεαρών αφρικανών ανδρών.
Η σχέση, γύρω από την οποία οργανώνεται η δραματική πλοκή της ταινίας, είναι η σχέση ανάμεσα σε εκμεταλλευτή – εκμεταλλευόμενο. Στο πρώτο μέρος της, η αφήγηση επικεντρώνεται στην άφιξη της ηρωίδας και την προσαρμογή της στο χώρο (και στα ήθη του). Καθώς είναι αμέσως φανερό ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού της ηρωίδας, ότι έχει σημασία σ’ αυτό το μέρος είναι ο σταδιακός τρόπος με τον οποίο η ηρωίδα εισάγεται στον κόσμο του «αγοραίου» έρωτα. Είναι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα συναισθήματα που μένουν χωρίς ανταπόκριση, η αφετηρία αυτής της κίνησης. Όμως ότι έχει μπροστά της η ηρωίδα είναι ένα επάγγελμα –το αρχαιότερο του κόσμου- και τη δεοντολογία του. Ανίδεη με τις πρακτικές αυτού του επαγγέλματος, αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες της ως πραγματικότητα και αυτό την τραυματίζει συναισθηματικά: στο δίπολο εκμεταλλευτής – εκμεταλλευόμενος, επιλέγει, χωρίς να το αντιλαμβάνεται τον πρώτο πόλο. Και είναι ακριβώς η αίσθηση προδοσίας, ότι, δηλαδή, τα συναισθήματα της αναλώθηκαν χωρίς ανταπόκριση, ότι υπήρξε αντικείμενο εκμετάλλευσης, που θα οδηγήσει, στο δεύτερο μέρος, στην αντιστροφή της σχέσης στο δίπολο εκμεταλλευτής – εκμεταλλευόμενος, και θα ωθήσει την ίδια στον απόλυτο κυνισμό.
Εκπρόσωπος ενός κινηματογραφικού ρεύματος που εστιάζει στις άσχημες, δυσάρεστες, σκληρές και απωθητικές όψεις της πραγματικότητας, ο Ulrich Seidl αφηγείται την ιστορία με την απόσταση που του δίνει το παρελθόν του στο ντοκιμαντέρ. Καμία ωραιοποίηση, κανένας μελοδραματισμός, καμία ηθικολογία, καμία ταύτιση με τον κεντρικό χαρακτήρα - μια αποστασιοποίηση στα όρια του κυνισμού. Το σκηνοθετικό βλέμμα, ψυχρό και απόμακρο, δεν κρίνει, παρακολουθεί τα πρόσωπα, τις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς κάποιου είδους πρόφαση ή προσποίηση. Ότι βλέπουμε είναι οι μηχανισμοί από μια τυπική σχέση εκμετάλλευσης –όχι πρόσωπα, όχι τη ψυχολογία τους, όχι την ηθική τους. Εναπόκειται στον θεατή να χρωματίσει με το βλέμμα του και με όρους πολιτικούς, ηθικούς, ψυχολογικούς ή άλλους, την αφήγηση, τη δραματική πλοκή και τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας. Δηλαδή να ερμηνεύσει την εικόνα, να εκφέρει κρίσεις…

Δημήτρης Μπάμπας