(Εμιγκρέδες)
των Ivailo Hristov & Ludmil Todorov

Απεικόνιση μιας παρέας τριών φίλων στη Βουλγαρία του σήμερα, η ταινία αναπτύσσεται με τους τόνους μιας λεπτής ειρωνείας και ενός σχεδόν υποδόριου σαρκασμού.
Οι τρεις φίλοι ζουν μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις: άνεργοι βιοπορίζονται από περιστασιακές δουλειές που κάνουν. Ο Muro θέλει να γίνει συγγραφέας, όμως, σε μια απροσδόκητη εξέλιξη, η γυναίκα του θα τον βρει στο κρεβάτι με την καλύτερη της φίλη. Ο Yuri ζει με την αδελφή του και αντιμετωπίζει τα προβλήματα μιας αταίριαστης συγκατοίκησης: η σχέση της αδελφής του μ’ έναν αστυνομικό τού είναι κάτι παραπάνω από ενοχλητική. Τέλος, ο Sper, χωρίς μόνιμη διαμονή, προσπαθεί να κερδίσει τον έρωτα της Ella, αλλά αυτό που τελικά κατορθώνει είναι να εξασφαλίσει την αντιπάθεια της μητέρας της. Αντιμέτωποι με τα προβλήματα αυτά οι τρεις φίλοι αργά ή γρήγορα θα βρουν νέες ισορροπίες στη ζωή τους: ο Muro θα καταπραΰνει τον πόνο της γυναίκας του, ο Yuri θα αποφασίσει να γίνει αστυνομικός και, τέλος, ο Sper, αφού γνωρίσει την απόρριψη της αγαπημένης του, θα κάνει έρωτα με την μητέρά της. Μια απρόοπτη πρόσκληση, που υπόσχεται δωρεάν διαμονή σ’ ένα απομακρυσμένο ξενοδοχείο, θα δώσει στα γεγονότα μια ασυνήθιστη εξέλιξη…
Άλλοτε ειρωνική και άλλοτε με λεπτότητα σαρκαστική, η σκηνοθεσία περιγράφει τα προεόρτια μιας μετανάστευσης. Το όνειρο της μετανάστευσης στοιχειώνει τη ζωή των τριών φίλων. Είναι όμως μια μετανάστευση πνευματική, δηλαδή τα τρία αυτά πρόσωπα αποκόπτονται σταδιακά από τον περίγυρο τους, απομονώνονται συναισθηματικά και ωθούνται, αργά ή γρήγορα, στην αποχώρηση και τη μετανάστευση. Έτσι θα πρέπει να ειδωθεί το τρίτο μέρος της ταινίας με την επεισοδιακή τους παραμονή στο ξενοδοχείο.
Όπως και στην προηγούμενη (και βραβευμένη σε προηγούμενο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης ταινία του Οι φίλοι της Εμίλιας) του σκηνοθέτη, έτσι και εδώ αυτό που σχηματίζεται είναι ένα πνευματικό και συναισθηματικό πορτραίτο της σημερινής Βουλγαρίας.
Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο κοινού και υποκριτικής (για τους 3 κεντρικούς ηθοποιούς) στο φεστιβάλ της Σόφιας.
Ο Ivailo Hristov, συν -σκηνοθέτης της ταινίας Εμιγκρέδες /Emigranti, δηλώνει  στον κατάλογο του φεστιβάλ Σοφίας: «Το είδος της ταινίας θα μπορούσε να ονομαστεί δραματική κωμωδία. Είναι μια θλιμμένη λυπητερή ιστορία, όμως γραμμένη με πολύ χιούμορ. Ελπίζω ότι οι ηθοποιοί την απέδωσαν σωστά. Στη ζωή συμβαίνει το ίδιο –η τραγωδία γίνεται κωμωδία αν την κοιτάξεις από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία».
Ενώ ο Ludmil Todorov συν –σκηνοθέτης της ταινίας Εμιγκρέδες /Emigranti δηλώνει: «Έγραψα την πρώτη εκδοχή του σεναρίου πριν δέκα χρόνια, έχοντας στο μυαλό μου τρεις ηθοποιούς που μου άρεσαν και θα ήθελα να δουλέψω μαζί τους. Ο ένας απ’ αυτούς ήταν ο Ivailo Hristov (συν –σκηνοθέτης της ταινίας). Δυστυχώς δεν μπορούσα να βρω χρηματοδότηση για την ταινία εκείνη την εποχή. Τελικά οι ηθοποιοί μεγάλωσαν δέκα χρόνια και εγώ βαρέθηκα το σενάριο. Έτσι προσκάλεσα τον Ivailo Hristov να γίνει ο συν- σκηνοθέτης μου και κάναμε την ταινία με τρεις νεαρότερους ηθοποιούς. Είναι εκπληκτικό, κοιτώντας τον κοινωνικό περίγυρο, σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε αυτά τα δέκα χρόνια στην Βουλγαρία».
Δ.Μ.


Casting
του Goran Radovanovic

Ένα παράξενο ντοκιμαντέρ (;) για τις κρυφές ελπίδες και τους ερωτικούς πόθους μιας κοινωνίας είναι αυτή η ταινία από την Γιουγκοσλαβία.
Εν μέσω της σφοδρής κοινωνικής κρίσης που μαίνεται ένα τηλεοπτικό συνεργείο στο Βελιγράδι κάνει κάστινγκ: μια σειρά νέες γυναίκες παρουσιάζονται μπροστά στην κάμερα επιδεικνύοντας τα προσόντα τους. Θέλουν να πρωταγωνιστήσουν σ’ ένα διαφημιστικό για μια μάρκα ευρωπαϊκών εσωρούχων. Όλες νέες και όμορφες θα μιλήσουν στον φακό για τα όνειρα τους και αργότερα ο σκηνοθέτης θα τις ακολουθήσει έξω από το στούντιο.
Εκεί η κοινωνική πραγματικότητα είναι αμείλικτη: μαθήτριες, άνεργες κομμώτριες, επίδοξα μοντέλα, πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου, κοπέλες με σοβαρά προβλήματα υγείας. Συνεχίζοντας την διαδρομή του παρουσιάζει πόρνες που κάνουν πεζοδρόμιο, στριπτιζέζ, μοντέλα σε πορνοπεριοδικά, προαγωγοί και εκδότες πορνοπεριοδικών, νεαρές κοπέλες που τις απήγαγαν για να δουλέψουν πόρνες στο Κόσοβο: χαρτογραφείται έτσι μια σκοτεινή περιοχή στο εσωτερικό της Σερβικής κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης θα επαναλάβει το κάστινγκ τώρα για άνδρες (και αργότερα για παιδιά) ενώ θα διανθίσει τις “προκλητικές” εικόνες του με σκηνές από τις διαδηλώσεις για την πτώση του Μιλόσβετς ή τις εργατικές αναταραχές.
Ο Goran Radovanovic, σκηνοθέτης της ταινίας Casting, δηλώνει στις σημειώσεις για την παραγωγή και στην εφημερίδα του φεστιβάλ του Λοκάρνο (2003): «Η ταινία δεν αναφέρεται στο εμπόριο του σεξ. Είναι μια μεταφορά για την πνευματική και πολιτική πορνεία που συμβαίνει, τώρα στη Σερβία. Το κάστιγκ είναι μια μεταφορά για το τι συμβαίνει όταν θέλεις να ανελιχθείς πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά. Αναφέρεται σε κορίτσια που είναι πρόθυμα να βγάλουν τα εσώρουχα τους για να ανεβούν, σ’ ένα σκηνοθέτη της κρατικής τηλεόρασης που γυρίζει πορνό ταινίες για να ζήσει…
Όλοι συμφώνησαν να κάνουν την ταινία. Δεν ήξεραν ακριβώς τι έκανα αλλά ήθελαν να συμμετέχουν. Αισθανόμουν περίεργα. Στο παρελθόν ασχολήθηκα με την μυθοπλασία όμως δεν ήθελα να κάνω μυθοπλασία: η πραγματικότητα ήταν δυνατότερη από τα όνειρα μου. Δεν είμαι ένας δημιουργίας ντοκιμαντέρ που ήθελα να χρησιμοποιήσει την προσωπικότητα κάποιου άλλου για να κάνεις την δική του ιστορία. Είμαι απόλυτος σ’ αυτό. Χειραγωγώ με τις ιδέες μου. Δεν χειραγωγώ ανθρώπους. Οι άνθρωποι γνωρίζουν τι πράττουν.
Οργάνωσα ένα κάστιγκ για αρχή. Κατόπιν αντιλήφθηκα ότι είχα κινηματογραφήσει τον μικρoκόσμο της Σερβίας κοινωνίας. Η πρόθεση μου ήταν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την κοινωνική και πολιτική μετάβαση της κοινωνίας, της οποίας είμαι μέλος, με τον τρόπο ενός σκηνοθέτη ταινίας μεγάλου μήκους. Έτσι άρχισαν να στήνω καταστάσεις, άρχισα να λέω ψέματα…
Όμως κανένας δεν το πρόσεξε αυτό. Κανένας απ’ όλους όσους συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ δεν παρατήρησε ότι καθώς εγώ σκηνοθετούσε “έχτιζα” παράλληλα και την μεγάλη μου ψευδαίσθηση. Γιατί; Απλώς επειδή το σκηνικό μου ήταν το ίδιο όπως η πραγματικότητα…»
Δ.Μ.