(Ο Αληθινός Φασισμός)
του Mikhail Romm
κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη
Έχουν γραφεί και έχουν λεχθεί πάρα πολλά σχετικά με τις κοινωνικοοικονομικές ρίζες του φασισμού. Άλλωστε, η τρομακτική μας εμπειρία απ' αυτή τη μάστιγα δεν έχει ανάγκη από θεωρητική επιβεβαίωση. Παραμένει, όμως, πάντα ανοιχτά το ερώτημα της αποδοχής του φασισμού από μια τεράστια παραπλανημένη (;) μικροαστική μάζα, η οποία δέχθηκε να παίξει το μακάβριο παιχνίδι τού μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο καταφεύγει στο φασισμό κάθε φορά που τα αφεντικά θα αισθανθούν ανίσχυρα να υπερασπίσουν τις ανομίες τους με «νόμιμα» μέσα o φασισμός δεν είναι κοινωνικό σύστημα αλλά κεφαλαιοκρατική παραφυάδα. Η ερμηνεία του, λοιπόν, ως φαινομένου, κοινωνικού και πολιτικού, δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί από εκείνη του ιμπεριαλισμού. Μέχρι εδώ τα πράγματα είναι μάλλον απλά. Αρχίζουν να μπερδεύονται από τη στιγμή που θα επιχειρήσει κάποιος να ερμηνεύσει το περίεργο φαινόμενο της υποστήριξης του φασισμού από τους μικροαστούς, οι οποίοι θα αποτελέσουν -και αποτελούν- τις στρατεύσιμες εφεδρείες κρούσεως της κεφαλαιοκρατίας. Ο Μιχαήλ Ρομ, επιχειρεί στην τελευταία του ταινία μια ερμηνεία του φασισμού όχι ως κοινωνικοπολιτικής τάσης, αλλά ως νοοτροπίας, ως τρόπος σκέψης, ως φαινόμενο καθημερινό. Άλλωστε, ο πραγματικός τίτλος της ταινίας είναι Ο καθημερινός φασισμός, πράγμα που σημαίνει πως ο Ρομ θα απογοητεύσει ίσως τους «ψυχρούς ανατόμους της ιστορίας», που συνήθισαν να ερμηνεύουν τα κοινωνικά φαινόμενα εντελώς ξεκομμένα και ανεξάρτητα από τον ψυχολογικό-υποκειμενικό παράγοντα.
Ο Ρομ ήταν ο πρώτος Σοβιετικός κινηματογραφιστής που προσπάθησε να δώσει στην ιστορία μια ερμηνεία μαρξιστική οπωσδήποτε, αλλά όχι με ψυχρά επιστημονική άποψη και δημιούργησε μια κάποια δυσφορία στην αρχή, που υιοθετήθηκε, όμως, αργότερα και έγινε «μότο» ολόκληρης της νέας γενιάς των Σοβιετικών σκηνοθετών. Η κοινωνιολογία είναι ανεπαρκής, δηλώνει ο Ρομ, για την ερμηνεία πολύπλοκων κοινωνικών φαινομένων που έχουν ανάγκη από την επικουρική βοήθεια και της ψυχολογίας για να γίνουν απόλυτα κατανοητά. Μόνο έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε την τυφλή υποταγή στα κελεύσματα ενός παράφρονα —που έφτανε στα όρια της ομαδικής υστερίας— ενός λαού του οποίου η συνεισφορά στην ιστορία του πολιτισμού υπήρξε κολοσσιαία.
Ο Χίτλερ ήξερε καλά την ψυχολογία των μικροαστών από τους οποίους, άλλωστε, προερχόταν. Ήξερε πως ο εφησυχασμένος μικροαστός μόνο με συναισθηματικομαγικά γαργαλιστικά εφέ θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί. Η στολή του ναζιστή αξιωματικού, «ένα θαύμα επιβλητικού μεγαλείου», για την κατασκευή του οποίου επιστρατεύθηκαν δεκάδες ενδυματολόγοι, οι τέλεια οργανωμένες από διάσημους σκηνοθέτες παρελάσεις που ξεπερνούσαν σε σύλληψη και εκτέλεση και τις καλύτερες ερμηνείες της βαγκνερικής όπερας, οι προβαρισμένες δημόσιες εμφανίσεις του Φίρερ που θα τις ζήλευαν και οι καλύτεροι ηθοποιοί της εποχής, εν ολίγοις η πεποιημένη «ατμόσφαιρα μεγαλείου και δύναμης» μάγεψαν τους εκστασιασμένους αφελείς που εξακολουθούν πάντα να μην μπορούν να ξεχωρίσουν το θέατρο από τη ζωή.
Ο φασισμός παρέσυρε τις μάζες γιατί κατόρθωσε να μπει στην καθημερινή ζωή τού ανθρώπου από την πλάγια πόρτα του συναισθηματισμού, παραλύοντας προηγουμένως τέλεια τη λογική. Ολόκληρη η ταινία του Ρομ στρέφεται γύρω από αυτόν τον άξονα. Η συνεχής παρεμβολή πολύ απλών και φαινομενικά ασήμαντων στοιχείων από την καθημερινή ζωή τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στο σημερινό μας κόσμο, έχει ως σκοπό να αποδείξει πως ο φασισμός μπορεί να βρει στήριγμα στην ελλιπή ψυχολογία των μικροαστών που νιώθουν την ανάγκη να συμψηφίσουν αυτή τους την έλλειψη με στοιχεία δανεισμένα από το κατασκευασμένο «μεγαλείο» ενός άλλου.
Στη φόρμα, ο Ρομ αρνείται εντελώς τη «λογική», ξερή ιστορική παράθεση των γεγονότων. Τα σοφά διαλεγμένα πλάνα του υπακούουν μόνο στους τέλεια καθορισμένους συνειρμούς για την ερμηνεία και όχι στη -γνωστή, άλλωστε- εξιστόρηση ενός γεγονότος. Ο Ρομ δεν εικονογραφεί την ιστορία. Την ερμηνεύει με τον τρόπο που προαναφέραμε. Φυσικά, τα στοιχεία του είναι δανεισμένα από την «κινηματογραφημένη ιστορία», την οποία όμως ξεπερνούν κατά πολύ και φτάνουν στο επίπεδο εκείνο της τέλειας «δευτερογενούς καλλιτεχνικής μετάπλασης» του πρωτογενούς ιστορικού γεγονότος.
(δημοσιεύθηκε στην «Δημοκρατική Αλλαγή», 1966)