(Μπουτίκ για αυτόχειρες)
του Patrice Leconte
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
lemagasi.jpg

Είχα διαβάσει το μυθιστόρημα του Ζαν Τολέ/ Jean Teulé όταν βγήκε, όπως κάνω με όλα τα μυθιστορήματα που μου αρέσουν. Έτσι λοιπόν διάβασα το «Le Magasin Des Suicides» αμέσως μόλις δημοσιεύτηκε. Θα έλεγα πως ήταν ένα βιβλίο στο οποίο αναπτυσσόταν μια κάπως άγρια και ιδιότροπη ιστορία. Αυτό που με μάγεψε όμως από την πρώτη κιόλας στιγμή ήταν η φαντασία και  η ελευθερία του. Με είχαν προσεγγίσει αρκετές φορές για να προσαρμόσω το βιβλίο αλλά είχα αρνηθεί γιατί το μυθιστόρημα φαινόταν ότι δύσκολα θα μπορούσε να γίνει ταινία. Πώς να δημιουργήσω μια ταινία, η οποία υποστηρίζει πραγματικές απόψεις, σε έναν κόσμο τόσο παράξενο και εκκεντρικό; Μου φαινόταν αδιανόητο!
Προσωπικά, ο χώρος των κινουμένων σχεδίων, είναι πολύ οικείος καθώς αγαπώ πολύ το σχέδιο και έχω δουλέψει στο παρελθόν στο χώρο του κόμικ. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα μανιωδώς κόμικς και πραγματικά μου αρέσει πολύ να ζωγραφίζω. Έχοντας τελειώσει τις σπουδές μου πάνω στον κινηματογράφο, άρχισα να σχεδιάζω για περίπου πέντε χρόνια για το γνωστό γαλλικό περιοδικό “Pilote”. Ήθελα να κάνω μια ταινία κινουμένων σχεδίων, η οποία θα έχει και στοιχεία του μιούζικαλ, η οποία θα είναι ανατρεπτική και ταυτόχρονα θα μπορεί να τη δει όλη η οικογένεια. Δεν με ενδιέφερε να είναι πολιτικά ορθή, αλλά δημοφιλή και προσιτή σε όλους. 
Για μένα το γεγονός ότι δημιούργησα μια ταινία κινουμένων σχεδίων ήταν σαν να έκανα την πρώτη μου ταινία. Είχα όλον αυτό τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς, ανακαλύπτοντας τεχνικές και διαδικασίες που δεν γνώριζα. Υπήρχε μια φρεσκάδα, μια παιδική αφέλεια και μια ευθυμία.
(...) Αν αυτό το ζευγάρι -των γονιών- δεν είχε αδυναμίες και δεν έκανε λάθη, θα ήταν αντιπαθητικό. Εκείνος, είναι το αφεντικό, ο οποίος κάνει τα πάντα για να εξυπηρετεί τους πελάτες του, τους βοηθά να θέσουν ένα τέλος στις ανησυχίες τους. Εκείνη δουλεύει υπομονετικά με αποτελεσματικότητα και αδιαμφισβήτητα θα έκανε τέλεια τη δουλειά της αν δούλευε σε γραφείο κηδειών. Ο Βανσέν, ο μεγαλύτερος γιος, σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα πάρκο ψυχαγωγίας με θέμα την αυτοκτονία. Η αδελφή του, η Μαρλίν, που σκέφτεται ότι είναι άσχημη και άχρηστη, θέλει να τερματίσει τη ζωή της, αλλά οι γονείς της συνεχώς της υπενθυμίζουν ότι: «κανένα μέλος της οικογένειας Τουβάς δεν μπορεί να αυτοκτονήσει, αλλιώς το μαγαζί θα μείνει χωρίς αφεντικά.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)