(Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)
του Jules Dassin
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι ενός χωριού της Κρήτης εγκαταλείπουν τα σπίτια και τη γη τους έπειτα από ένα πογκρόμ των Τούρκων και κυνηγημένοι φτάνουν μετά από πολυήμερη πεζοπορία στη Λυκόβρυση, ένα πλούσιο χωριό, όπου οι κάτοικοι ετοιμάζονται για την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού και του μαρτυρίου της Σταύρωσης, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο. Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες μπαίνουν ταλαιπωρημένοι με επικεφαλής τον ιερέα τους, τον παπα-Φώτη, στην πλατεία του χωριού. Ενώ οι κάτοικοι τούς προσφέρουν τροφή και καταφύγιο, αντίθετα ο τοπικός ιερέας, ο παπα-Γρηγόρης και οι προύχοντες, τούς αντιμετωπίζουν εχθρικά, καθώς θεωρούν ότι οι νεοφερμένοι παρίες είναι απειλή για τα συμφέροντα και τα κεκτημένα τους: «τόπος για τους χολεριασμένους» κραυγάζει ο παπα-Γρηγόρης, «δεν υπάρχει». Έτσι, το μπουλούκι των κυνηγημένων, αλλά υπερήφανων χωρικών, ανεβαίνει, κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου, το δικό του Γολγοθά: το ξερό βουνό της Σαρακίνας που δεσπόζει στην περιοχή...
Αυτή η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σηματοδοτεί την αρχή της ελληνικής περιπέτειας του Ζυλ Ντασσέν, όταν το 1955 στο Φεστιβάλ Καννών όπου συμμετείχε με το Ριφιφί συναντά την γυναίκα της ζωής του, τη Μελίνα, η οποία πρωταγωνιστούσε ως Στέλλα στην ομότιτλη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Γυρισμένη στα Κριτσά της Κρήτης, με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, τη Μελίνα στο ρόλο της Μαγδαληνής και τον Πιέρ Βανέκ σ’ εκείνον του Χριστού, η ταινία ουσιαστικά είναι το βάπτισμα του αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη στην κουλτούρα της ελληνικότητας, την οποία τίμησε όσο λίγοι. Λέει ο ίδιος σχετικά με τα γυρίσματα: «Μια από τις ευτυχέστερες εμπειρίες της ζωή μου ήταν η συνεργασία με τους κατοίκους της Κριτσάς και των γύρω χωριών που συμμετείχαν στην ταινία. Οι πιο πολλοί δεν ήξεραν γράμματα κι έτσι τα βράδια, όταν γύριζαν από τα χωράφια, μαζευόμασταν στην αυλή του σχολείου και με διερμηνέα τη Μελίνα, τους μιλούσαμε για το βιβλίο και τις σκηνές που θα γυρνούσαμε. Υπέροχη εμπειρία… Στο βιβλίο, ξέρετε, υπάρχουν οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι προύχοντες του χωριού. Ε, λοιπόν, κανείς δεν ήθελε να παίξει έναν από τους προύχοντες! Εκεί όμως που δεν πείθονταν με τίποτα ήταν στο να παίξουν τους Τούρκους. Ξέρετε τελικά ποιοι έπαιξαν τους Τούρκους; Καουμπόυδες από τη διπλανή Αμερικανική Βάση...».
Έγραψε ο Νίκος Κολοβός για την ταινία: «Η καταστροφική και αναγεννητική βία, το ατομικό και κοινωνικό πάθος για την ελευθερία, η ιδιαίτερη ταυτότητα του κρητικού λαού, ο ήλιος και η πέτρα, η οξύτητα του ζωικού ενστίκτου και η δαιμονική έλξη του θανάτου, αναδείχθηκαν με στυλ, σ’ αυτή τη μεγάλη κοινωνική τοιχογραφία...».
(δ.τ.)