(Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
του Pier Paolo Pasolini
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
Η μεγάλη δυσκολία του Ευαγγελίου ήταν ακριβώς να μην καταστραφεί η διήγηση του Ματθαίου, να κρατηθεί όρθια πάση θυσία. Αυτό, μεταξύ άλλων με υποχρέωσε να πραγματοποιήσω μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη δική μου οπτική γωνία και σ’ αυτήν του πιστού – ανάμεσα δηλαδή σε δύο διηγήσεις. Νομίζω ότι στάθηκα συνεπής, όσο ήταν δυνατόν. Απ’ την άλλη, η ανατροπή που πραγματοποίησα, είναι φανερή: αναφέρεται σε μια ολόκληρη μικροαστική, αλλά και εμπορική, εικονογραφία. Έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου, κι αυτό, με πολεμική διάθεση: ενάντια στο φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού. Θέλησα να καταλάβω τα πάντα, θέλησα να δω μέσα από τα μάτια ενός πιστού μια πραγματικότητα θρησκευτικού τύπου. Στο Ακατόνε επρόκειτο για μια κατάδυση επική κι όχι ψυχολογική στον κόσμο που θα περιγραφόταν. Το ζητούμενο του Ευαγγελίου –δηλαδή, η υφολογική σύμφυρση ενός πνευματικού κι ενός απλού, ιδιωτικού κόσμου- είναι ίδιο με αυτό των μυθιστορημάτων μου. Μ’ αυτή την έννοια, το Ευαγγέλιο βρίσκεται πιο κοντά στα μυθιστορήματά μου.
Εκεί, εγώ είμαι που ανιστορώ σε πρώτο πρόσωπο, που οργανώνω την ιστορία, κι επειδή οι ήρωές μου είναι άνθρωποι απλοί, υποπρολετάριοι, χρειάζεται να κατασκευάσω έναν έμμεσο ελεύθερο λόγο, να δημιουργήσω έτσι μια μίμηση της γλώσσας του, κι αυτή η μίμηση προκαλεί ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εμένα την ίδια σύμφυρση που χαρακτηρίζει το Ευαγγέλιο. Υπάρχει μια σκανδαλώδεις σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ αυτόν τον άνθρωπο του λαού που σκέπτεται τον Χριστό. Δεν είναι μια σχέση κανονική. Απ’ την μεριά μου, υπάρχει μια πράξη και μια προσπάθεια κατανόησης, που δεν έχουν τίποτα το ορθολογικό, που πηγάζουν από εκείνα από εκείνα τα ανορθολογικά στοιχεία που με κατέχουν, ίσως από μια λανθάνουσα κατάσταση της θρησκείας μέσα μου. Έζησα όμως σε όσμωση μ’ αυτόν τον λαϊκό άνθρωπο που πιστεύει. Οι δύο φάσεις συγχωνεύτηκαν.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κατά τη γνώμη μου μια στιγμή όπου η ισορροπία της ταινίας σπάει: όταν ο Χριστός βαδίζει επί των υδάτων, υπάρχει τότε υπερβολή στην παρουσία του απλού ανθρώπου που πιστεύει, δεν είμαστε πια ίσοι. Απ’ την άλλη, υπάρχουν πολλές αναφορές στη ζωγραφική μέσα στην ταινία: αυτές είναι αναφορές δικές μου, ενός ανθρώπου μορφωμένου, και προσπάθησα να τις αποφύγω όσο ήταν δυνατόν. Τις βρίσκουμε παρ’ όλα αυτά: η ανάμνηση του Piero della Franceska, του Masaccio, του Pollaiolo, ένα μάγμα αναμνήσεων που γίνονται τσιτάτα κ.τ.λ. Όμως, η παρουσία του λαϊκού ανθρώπου που πιστεύει, επιτρέπει να περιοριστούν όλες μου οι αναφορές σ’ έναν κοινό παρανομαστή: η αναφορά στον Piero della Franceska βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με μια αναφορά στον Carlo Levi- επίπεδο ενός ορισμένου βλέμματος, ρεαλιστικού, απλού, όπως το βλέμμα του ήρωα ενός λαϊκού μυθιστορήματος, με την έννοια που θα του έδινε ο Gransci. Αν ήμουν μόνος, να εξιστορώ σε πρώτο πρόσωπο, αυτές οι αναφορές θα τοποθετούνταν σε διαφορετικά επίπεδα. Αλλά η όσμωσή μου με τον απλό άνθρωπο οδηγεί στο να μείνουν όλες αυτές οι αναφορές στο ίδιο επίπεδο ύφους. Υπάρχει μια ενότητα, που συγκροτείται από στιγμές εξαιρετικά αντιφατικές και που οφείλεται σε μια σύμφυρσή μου μ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Το να κάνω το Ευαγγέλιο ήταν για μένα κάτι τόσο φοβερό, ώστε, ενόσω το ‘φτιαχνα, είχα ολοκληρωτικά εμπλακεί και δε σκεφτόμουν τίποτα. Ο στοχασμός ήρθε μετά. Για να πω την αλήθεια, η αρχή της σύμφυρσης, του στιλιστικού μάγματος, του έμμεσου ελεύθερου λόγου, όλα αυτά ήρθαν μετά, χωρίς να το αντιληφθώ. Μετά τις τρεις πρώτες μέρες γυρίσματος, αποφάσισα να σταματήσω τα πάντα, γιατί γύριζα το Ευαγγέλιο σαν το Ακατόνε ή τη Μάμα Ρόμα, κι αυτό ήταν παράλογο. Το Ακατόνε κι η Μάμα Ρόμα είχαν μια διάσταση επική, σχεδόν ιερή: τα πρώτα πλάνα, οι αποκαλύψεις με μικρά πανοραμίκ, ο κόσμος αφημένος στην ποιητική του αθωότητα. Θα ‘ταν παράλογο να γυριστεί το Ευαγγέλιο με τον ίδιο τρόπο. Αποφάσισα να το αφήσω. Σε μια νύχτα, όλα ανατράπηκαν. Έβαλα τον «ζουμ» στη μηχανή μου, έναν τριαντάρη, κι άρχισα να κάνω δοκιμές. Συνέχισα έτσι, μέρα με τη μέρα. Η σύμφυρση παράχθηκε εν αγνοία μου, δεν την αντιλήφθηκα, παρά όταν η ταινία είχε τελειώσει. Η απελευθέρωση και η εφευρετικότητα της τεχνικής έγιναν έξω από κάθε προγραμματισμό.
(Συζήτηση με τον Παζολίνι των Bernardo Bertolucci και Jean-Louis Commolli, από τον τόμο PIER PAOLO PAZOLINI, έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1994).