της Annette K. Olesen
(οι δηλώσεις των συντελεστών)
forbryde.jpg

Η Annette K. Olesen γεννήθηκε το 1965 και αποφοίτησε από την σχολή κινηματογράφου το 1991. Η δεύτερη της ταινίας  Forbrydelser/ In Your Hands/ Στα δικά σου χέρια, μια «feel bad» ταινία, όπως η ίδια δηλώνει, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου (2004). Κεντρικό πρόσωπο έχει μια νεαρή θεολόγος που υπηρετεί στο παρεκκλήσι μιας φυλακής και η οποία αναστατώνεται από την συναναστροφή της με τις κρατούμενες.
«Όλοι αισθανόμαστε –είτε πιστεύουμε είτε όχι- ότι πρέπει να μεταδώσουμε στα παιδιά μας την πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από μας», δηλώνει. Και συμπληρώνει «Η ταινία Forbrydelser/ In Your Hands/ Στα δικά σου χέρια διερευνά την σχέση μας με την πίστη όχι τόσο ως μια περιορισμένων ορών θρησκευτική αίσθηση, αλλά ως «εμπιστοσύνη» ή «υποταγή». Η ταινία ήταν μια δοκιμασία. Μια πολύ σημαντική εμπειρία για μένα προσωπικά. Ήταν σημαντικό για μένα να εξερευνήσω το σκότος, την αυστηρότητα, την τραγωδία».
Στις γραμμές που ακολουθούν περιγράφει την περιπέτεια δημιουργίας της ταινίας…
Επιπλέον ο Kim Fupz Aakeson,σεναριογράφος αναφέρεται στα του σεναρίου.

Annette K. Olesen, σκηνοθέτις
Το καλοκαίρι του 2002 ο Fupz (σεναριογράφος Kim Fupz Aakeson), o Ιb (ο παραγωγός Ιb Tardini) και εγώ συναντηθήκαμε μαζί με μια ομάδα εξαίρετων Δανών ηθοποιών, που συμφώνησαν να συμμετέχουν σε μια ταινία χωρίς καλά -καλά να γνωρίζουν για τι ακριβώς επρόκειτο. Ο ήλιος έλαμπε, όλοι ήταν ηλιοκαμένοι και ευτυχισμένοι και προετοιμαζόταν για τις διακοπές τους. Έτσι η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη και εγώ ήμουν πολύ ψηλά στην υπόληψη τους. Ήταν τρεις άνδρες και οκτώ γυναίκες. Άρχιζαν να μαντεύουν για το τι ακριβώς επρόκειτο να συμβεί πριν ακόμα ο καφές βράσει. Ωστόσο πέρασαν άλλοι δύο μήνες πριν διαλύσουμε την τερατώδη φήμη ότι η ταινία διαδραματιζόταν σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι. Μπορέσαμε τότε να αποκαλύψουμε ότι η ταινία διαδραματίζονταν σε κάτι που ήταν το τελείως αντίθετο ενός μοναστηριού: στη γυναικεία πτέρυγα μιας φυλακής. Πριν απ’ αυτό ο Fupz και εγώ περάσαμε δύο μήνες κάνοντας έρευνα για τους ιερείς, τους ναρκομανείς, τους γιατρούς στα κέντρα γονιμότητας και επίσης το προσωπικό και τους ενοίκους των φυλακών της Δανίας. Μιλούσαμε για αφοσίωση, εμπιστοσύνη, πίστη σε αντίθεση με τη γνώση, τις επιλογές, τα θαύματα, τη φιλανθρωπία, τους νόμους της κοινωνίας. Σε αντίθεση, μ’ αυτούς της ηθικής και την πίστη, την ενοχή, τη ντροπή, τη μοναξιά και τα εγκλήματα.
Γράψαμε την ιστορία της Anna, μιας εφημέριου, που συναντά την Kate, μια αμαρτωλή. Μια ιστορία που θέτει ερωτήματα πάνω στην έννοια ενός εγκλήματος που μπορεί να τιμωρηθεί από τους νόμους της κοινωνίας και ενός που δεν μπορεί: μια ιστορία για την τόλμη ή την ατολμία του να παραδίδεσαι, του να προσφέρεις την ζωή σου στα χέρια κάποιου άλλου, εκτός του εαυτού σου.
Λίγο πριν καταστρώσουμε την ιστορία της ταινίας αφήσαμε τους ηθοποιούς μας να διερευνήσουν τους χαρακτήρες που θα υποδύονταν. Μετά τους πήγαμε σε μια φυλακή. Τα μαύρισμα του ήλιου και η ευτυχία εξαφανίσθηκαν με τον ερχομό του χειμώνα και αντικαταστάθηκαν από μεγάλη σοβαρότητα, αυτοσυγκέντρωση και απορρόφηση από την ιστορία. Τότε όλοι ξέραμε.
Εγκατασταθήκαμε στην πτέρυγα της κρατικής φυλακής του Nyborg λίγο μετά από μια επίθεση σ’ ένα δεσμοφύλακα, και έτσι υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα. Για πολλούς από μας η υποκριτική σ’ ένα χώρο όπου στεγάζεται η αληθινή ζωή και πραγματικοί άνθρωποι της ιστορίας μας, ήταν μια αληθινά συντριπτική εμπειρία. Και αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση της φυλακής όπου είδαμε και συναντήσαμε ανθρώπους που εξέτιναν εκεί ποινή ή εργαζόταν σε μια καθημερινή βάση. Και επίσης το ίδιο ίσχυε στην περίπτωση του κεντρικού νοσοκομείου όπου, σε περισσότερες της μιας περιπτώσεων, γίναμε μάρτυρες τραγωδιών, τις οποίες προσεκτικά και με σεβασμό προσπαθήσαμε να απεικονίσουμε όσο το δυνατό πιο πιστά και πιο κοντά στη αληθινή ζωή. Νομίζω ότι όλοι μοιραστήκαμε την αίσθηση ότι είμαστε ήσυχοι φιλοξενούμενοι της πραγματικότητας- όμως μιας πραγματικότητας που αρκετοί από μας ήρθαμε στην προσωπική μας ζωή ήρθαμε σε στενή συνάφεια.
Η In Your Hands/ Στα δικά σου χέρια ήταν σ’ ένα μεγάλο βαθμό μια δοκιμασία, και ιδιαίτερα για μένα μια πολύ σημαντική δοκιμασία. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να διερευνήσω το σκότος, την σοβαρότητα και την τραγωδία.
(…) Συστηματικά προσπαθώ να αμφισβητήσω κάποιες βεβαιότητες και αυτό είναι μια σκληρή διαδικασία για όλους μας: σκηνοθέτη, ηθοποιούς και συνεργείο. Ωστόσο επίσης προκαλεί βαθιά ικανοποίηση το αν οδηγείς με το δείκτη συνεχώς στο κόκκινο. Η ταινία In Your Hands/ Στα δικά σου χέρια ήταν μια απαιτητική δοκιμασία. Ωστόσο για μένα προσωπικά ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία. Ήταν σημαντικό να εξερευνήσω το σκότος, την αυστηρότητα, την τραγωδία.
(…)Ζούμε σ’ ένα πολιτισμό που λατρεύει το άτομο και το δικαίωμα του κάθε ατόμου να είναι απόλυτα αυτόνομο και αυτοπροσδιοριζόμενο. Σήμερα το απόλυτο κριτήριο του αν είσαι επιτυχημένος είναι να έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Όμως αν έχεις συνεχώς τον έλεγχο είσαι ανίκανος να αφεθείς σε κάτι μεγαλύτερο, σε κάτι που σε υπερβαίνει, όπως είναι ένας θεός ή ένας άλλος άνθρωπος. Ο απόλυτος έλεγχος μας απομονώνει και μας κάνει να αισθανόμαστε μόνοι και δυστυχείς. Είναι φυσιολογικό να προσπαθεί κάποιος για να καλυτερεύσει η ζωή του, για να γίνει πιο βολική ,όμως δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε να δοκιμάσει να απαλλαγεί από τον πόνο. Αυτό κάνει την ζωή ανάπηρη. Το εύκολο είναι να επεμβαίνει, το εύκολο είναι για μας να φανταζόμαστε ότι αυτό το κάνουμε για την ηρεμία του νου (όπως στη άμβλωση). Δεν είμαι εναντίον των αμβλώσεων ωστόσο αν αδιαφορήσεις για τους νόμους της φύσης αυτό εν τέλει έχει ψυχολογικές επιπτώσεις.
(…)Προσωπικά αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στο ενδιάμεσο μεταξύ ντοκιμαντέρ και λογοτεχνίας γιατί προτιμώ να κάνω ντοκιμαντέρ –και αν μου το επιτρέπει το υλικό να τοποθετώ ένα στοιχείο μυθοπλασίας ανάμεσα στα ντοκιμαντερίστικα στοιχεία. Το είδος της σκηνοθεσίας στις μυθοπλασίες που προτιμώ βάζει ένα αέρα ντοκιμαντέρ σε μια μεγάλου μήκους ταινίας.
(…)Τα τελευταία δέκα χρόνια οι δανέζικες ταινίες αποδίδουν τιμές σε μια μορφή νατουραλισμού, που απαιτεί ένα ύφος υποκριτικής χαμηλών τόνων. Τα είδωλα των ηθοποιών της γενιάς μου είναι πρόσωπα όπως ο Al Pacino και ο Robert De Niro οι οποίοι μπορούν να εκφράσουν χίλιες λέξεις μέσα από μια μικρή κίνηση των χειλιών.
Προτιμώ συνήθως αυτή τη μορφή της υποκριτικής, ωστόσο κάτι παράξενο συνέβη με το σενάριο της ταινίας. Αντιλήφθηκα ότι το χαμηλοτόνο ύφος της υποκριτικής έκανε το κείμενο αναξιόπιστο. Αν παιζόταν έτσι το κείμενο φαινόταν απόμακρο και ορισμένες φορές σχεδόν ειρωνικό. Έτσι έπρεπε να πιέσω τους ηθοποιούς σε μορφές έκφρασης που ήταν ουσιαστικά πιο επιδεικτικό από αυτές με τις οποίες εκφραζόταν μέχρι τότε.
(…) Όταν είδα την ταινία του Carl Th. Dreyer Ο Λόγος για δεύτερη φορά μου έκανε εντύπωση η αδιάλειπτη επιμονή ότι υπάρχουν περισσότερα στους ουρανούς απ’ ότι στη γη. Η ταινία διαπερνάται από μια αγνότητα και αφέλεια. Εγώ ωστόσο σκόπιμα άφησα το ζήτημα των θαυμάτων και της πίστης πιο ανοικτά απ’ ότι συμβαίνει στην ταινία του Dreyer, η οποία έχει ένα πιο αδέξιο τέλος.

Kim Fupz Aakeson, σεναριογράφος
Στα μέσα της δεκαετίας του 90 ξεκινήσαμε κάτι νέο στο Δανέζικο σινεμά: να προσπαθήσουμε να κάνουμε χιουμοριστικές ταινίες που να έχουν μια ευρεία απήχηση για να αντικαταστήσουν ή να αναβαθμίσουν την κλασική δημοφιλή κωμωδία. Αποδείχθηκε ότι όχι μόνο μπορούσαμε να γράψουμε, να χρηματοδοτήσουμε και να παράγουμε τέτοιες ταινίες, αλλά ότι αυτές έβρισκαν ένα τεράστιο κοινό στη Δανία αλλά και στο εξωτερικό. Στις νέες δανέζικες κωμωδίες προσπαθήσαμε να προσθέσουμε στη ζύμη πιο σοβαρά συστατικά. Προβλήματα όπως ατυχήματα, ο θάνατος, η αρρώστια και ο αλκοολισμός. Ορισμένες ταινίες είχαν ένα ευτυχισμένο τέλος, άλλες λιγότερο ευτυχισμένο, ωστόσο πάντα καταλήγαμε σ’ ένα ανεβασμένο, ελαφρύ τόνο. Με άλλα λόγια δημιουργήσαμε μια σειρά ταινιών με ευχάριστη αίσθηση που ήταν τόσο πετυχημένες έτσι που αρχίσαμε να ανησυχήσαμε αν μπορούσαμε στην πραγματικότητα να κάνουμε κάποιο άλλο είδος ταινίας. Ήταν μια ανησυχία την οποία ίσως δεν έχει τελείως κατασιγάσει όμως σίγουρα, προσπαθήσαμε να τη εξαλείψουμε. Όπως σε κάθε υγιές περιβάλλον έτσι και εδώ οι άνθρωποι αντιδρούν όταν η επανάληψη σηκώνει το άσχημο κεφάλι της. Είναι αστείο αλλά η επιθυμία για νέους χώρους –η ίδια σκέψη- εμφανίζεται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία.
Όταν η ταινία της Annette K. Olesen Minor Mishaps κυκλοφόρησε συμφωνήσαμε ότι η επομένη μας συνεργασία θα έπρεπε να’ ναι πιο σοβαρή, μια τραγωδία, μια ταινία με άσχημη αίσθηση. Και σύντομα έγινε φανερό ότι δεν ήμασταν οι μόνοι. Όπως ακριβώς ρισκάραμε με τις νέες δανέζικες κωμωδίες του 90, οι δανοί σκηνοθέτες τώρα δοκιμαζόντουσαν σε τραγωδίες, ρισκάροντας να’ ναι πιο σοβαροί, πιο συναισθηματικοί και με ειλικρίνεια και ευθύτητα θλιβεροί, χωρίς να προστατεύουμε τους εαυτούς μας ή τους ηθοποιούς μας από την ειρωνεία και τα πικρόχολα χαμόγελα. Αρνηθήκαμε στους εαυτούς μας τα κέρδη μας από ένα σινεμά γεμάτο με γέλιο. Είχαμε ήδη δει το πρώτο είδος. Το επόμενο μόλις τώρα έρχεται……

(δήλωση στις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας, και στο δανέζικο κινηματογραφικό περιοδικό Film τ. 34).