του Lance Daly
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Έγραψα το σενάριο σε μια εποχή που δούλευα την νύχτα για να μπορέσω να τελειώσω την μέρα την προηγούμενη μου ταινία, Last Days in Dublin. Έκανα μεταξύ άλλων delivery για μια πιτσαρία και ένα κινέζικο - τυχαίες δουλειές που είχαν χρήματα. Κατά την διάρκεια της εργασίας ήμουν στο μέσο καταστάσεων με θυμωμένους μεθυσμένους και περίεργους εκκεντρικούς τύπους που εμφανιζόταν μόνο μετά τα μεσάνυχτα.
Μου έκανε εντύπωση με τέτοια παράξενη επιλογή, όταν κάποιος θέλει να είναι ιδιοκτήτης σ’ ένα τέτοιο μέρος και να ασχολείται μ’ αυτό σε εβδομαδιαία βάση: πως μπορείς και αντέχεις;
Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Επίσης άρχισα να καταγράφω ότι τρελό συνέβαινε στην δουλειά μου. Όλα αυτά αναμείχθηκαν με την προσωπική μου τρέλα και προέκυψε το σενάριο. Ο άλλος λόγος που έκανα την ταινία ήταν ότι ως δεύτερη μου ταινία όποιο σχέδιο και αν είχα έπρεπε να έχει περιορισμένο προϋπολογισμό. Και αυτό φαινόταν ένα σχέδιο που μπορούσε να γίνει: μια κεντρική τοποθεσία, όλα συμβαίνουν μέσα σε μια πόλη, όλα τα πρόσωπα είναι ιρλανδοί.

ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
(…) Τα γυρίσματα στη οδό Dorset ήταν πολύ δύσκολα. Μας λήστεψαν, δείρανε το συνεργείο, μας απείλησαν. Οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί στις πέντε εβδομάδες που διήρκεσαν τα γυρίσματα συνέβη. Ένα βράδυ κάποιοι τύποι ήρθαν στο πίσω μέρος του κτιρίου που ήμασταν, άδειασαν όλο τα καύσιμα που είχαμε για τα μηχανάκια του delivery και έβαλαν φωτιά. Είχαμε μια εβδομάδα εκεί και τα πράγματα είχαν πάρει μια σοβαρή τροπή. Ο Richie, ένα μέλος του συνεργείου πήρε ένα πυροσβεστήρα και την έσβησε τη φωτιά. Είχαμε νοικιάσει όλο το κτίριο χωρίς να το ασφαλίσουμε και δεν αντέχαμε το κόστος αν καιγόταν όλο. Το κινηματογραφήσαμε όλο το περιστατικό.
(…) Στις 2 το πρωί στην οδό Dorset οι περαστικοί δεν μπορούν να δουν τι υπάρχει μπροστά τους. Είχαμε βάλει μια τεράστια φωτεινή επιγραφή και ανεξάρτητα από πόσους άνδρες της ιδιωτικής ασφάλειας είχαμε κάποιοι μεθυσμένοι κατάφεραν να βρίσκονται εν ώρα γυρίσματος μπροστά στη κάμερα. Δεν μπορούσαν να δουν την κάμερα. Τους λέγαμε ότι γυρίζαμε ταινία και παρόλα αυτά διώχναμε κόσμο που ήθελε να αγοράσει από το snack bar.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ
(…) Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθώ μια ιστορία είναι να υπάρχει ένας σουρεαλιστικός τόνος σ’ αυτή. Σαν να υπάρχει μια εναλλακτική πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να ’ναι ένας αληθινός κόσμος, όπως είναι ο κόσμος μας. Αρκεί να ’ναι ένας συνεκτικός κόσμος μέσα στο οποίο να αποκτά υπόσταση και να φαίνεται λογικό οτιδήποτε συμβαίνει στη ταινία. Μετά οι χαρακτήρες και η πλοκή μπορούν να ταιριάξουν. Μπορείς να κάνεις τους θεατές να γελούν, να τους κάνεις να κλαίνε, αρκεί να του πείσεις για την παράξενη λογική της ταινίας.

(δηλώσεις στις σημειώσεις για την παραγωγή και στο κινηματογραφικό περιοδικό Film Ireland 101)