(Η κυρία με το σκυλάκι)
του Iosif Kheifits
(κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη)
Κατά τη δεκαετία του 1930, οι Σοβιετικοί σκηνοθέτες είχαν εγκαταλείψει σχεδόν τελείως τη διερεύνηση συγχρόνων προβλημάτων και περιορίζονταν στο να μηρυκάζουν τα διδάγματα των μεγάλων (Αϊζενστάιν, Πουντόβκιν, Ντοβζένκο) ή στη στείρα μεταγραφή στη ζελατίνα των δύσκαμπτων δογμάτων του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Στην περίοδο αυτή, ο σοβιετικός κινηματογράφος δεν αναδεικνύει κανέναν καινούργιο κινηματογραφιστή με απόλυτα προσωπικές απόψεις πάνω στα προβλήματα της «κατ’ εξοχήν λαϊκής τέχνης».
Η σιωπηλή παραδοχή του κατεστημένου, για πρώτη φορά τίθεται εν αμφιβόλω από δύο φίλους, τον Χάιφιτς/ Κέϊφιτς/ Iosif Kheifits και τον Ζάρκι, οι οποίοι , σε ηλικία μόλις 23 ετών (το 1928), ρίχνονται στο στίβο της αποτελεσματικής κινηματογραφίας της πατρίδας τους, φέρνοντας σ’ αυτήν τη ζοωγόνη πνοή της νιότης τους. Κάνουν ό,τι μπορούν για να διαγράψουν απ’ τον όρο «ρεαλισμός» τα δεσμευτικά προσδιοριστικά επίθετα που στενεύουν αφόρητα τα όρια και τις δυνατότητες τους και τολμούν να γυρίσουν μαζί, μέχρι το 1954, περί τις δέκα ταινίες στις οποίες δεν πρωταγωνιστούν τα «ιδεολογικά σύμβολα», αλλά άνθρωποι απλοί και καθημερινοί που ταλαιπωρούνται από φαινομενικά ασήμαντα και πεζά προβλήματα, που ερωτεύονται και πεθαίνουν και έξω από τους χώρους εργασίας, που δεν γνωρίζονται οπωσδήποτε σε κάποια συγκέντρωση, που μπορούν να πεθάνουν και για τα ιδανικά «ανεπίσημα». Φυσικά, μια τέτοια στάση προκάλεσε στην αρχή κάποια αντίδραση, αλλά η ομόφωνη σχεδόν υποστήριξη της κριτικής και η συμπαράσταση μιας αυθεντίας, του Αϊζενστάιν, συνετέλεσαν στο να επιβληθούν απόλυτα οι δύο αχώριστοι φίλοι και να γίνουν, κατά κάποιο τρόπο, οι πρόδρομοι της ανανεωτικής κίνησης που άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή μετά το 1965, κυρίως από τους νεαρούς (Ντανιέλα, Κούτσεφ, Ταρκόφσκι κτλ.) που συσπειρώθηκαν γύρω από τον δάσκαλο τους, στην Κινηματογραφική Ακαδημία της Μόσχας, τον Μιχαήλ Ρομ. Το 1954, το ζευγάρι χωρίζει, μια και η μάχη κερδήθηκε και ο καθένας εξακολουθεί να δουλεύει χωριστά στο δρόμο που χάραξαν από κοινού.
Το Μια μεγάλη οικογένεια (1954), η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε μόνος του ο Κέϊφιτς, είναι ίσως το αριστούργημά του. Την ίδια χρονιά γυρίζει τις Φλόγες του Μπακού, το 1956 την Υπόθεση Ρουμάντσεφ και το 1960 την Κυρία με το σκυλάκι, που οι ιστορικοί τη θεωρούν ως την πιο πετυχημένη μεταφορά λογοτεχνικού κειμένου στην οθόνη. Ένα «τρίγωνο», ανάμεσα σε μυριάδες, αλλά δε θα είχε καμιά ιδιαίτερη σημασία αν ο Κέϊφιτς δεν κατόρθωνε να δώσει σ’ αυτό τη χαρακτηριστική τσεχοφική του διάσταση, δηλαδή να το υποβιβάσει στο επίπεδο της καθημερινότητας, να το αποστραγγίσει από κάθε «δραματοποίηση», να δημιουργήσει ένα ατέρμον «ανοιχό δράμα» που συνεχίζεται και μετά το τέλος της τυπικής ιστορίας. Μια τέτοια δραματική κατασκευή δεν οδηγεί ποτέ σε συμπεράσματα, δεν αποφαίνεται, δεν καταδικάζει, δεν ηθικολογεί. Απλώς εκθέτει το μύχιο δράμα που παίζεται σε ένα θέατρο όπου ο μόνος θεατής είναι ο ηθοποιός. Οι γωνίες του τριγώνου είναι στρογγυλεμένες και οι άπειρες εξαρτήσεις από την «περιρέουσα ατμόσφαιρα» δεν επιτρέπουν ποτέ στους ήρωες να πάρουν ριζικές αποφάσεις. Έτσι η υποταγή στις συμβάσεις είναι απόλυτη και το μαρτύριο θα συνεχίζεται πάντα όσο υπάρχουν αυτές οι συμβάσεις της κοινά παραδεκτής ηθικής: το δράμα της απρόσωπης καθημερινότητας σ’ όλο το τραγικό του μεγαλείο -το προσωπικό δράμα του Κέϊφιτς που πάντα αγωνιζόταν να αποτινάξει τις συμβάσεις και που αποτελεί το λάιτ μοτίφ ολόκληρου του έργου του –το ίδιο το δράμα που επαναλαμβάνεται και στην τελευταία του ταινία, τα Ανοιχτά παράθυρα.
(Πρόγραμμα Studio, 1969)