Εμβληματική ταινία μιας ολόκληρης εποχής, το Vivre sa vie είναι, εκτός των άλλων, μια ταινία στην οποία εκτίθεται η σαγηνευτική γοητεία μιας αληθινής σταρ, της Anna Karina.
Στην τέταρτη ταινία του, ο Jean-Luc Godard οργανώνει όλη την αφήγηση γύρω από την μοναχική φιγούρα της Nana. Η Nana είναι μια νέα ανεξάρτητη γυναίκα που ζει στο Παρίσι της δεκαετίας του 60. Το κατάλευκο, με την υφή πορσελάνης, δέρμα της, τα σε σχήμα έλλειψης μάτια της, τα κατάμαυρα μαλλιά της, είναι μόνο η εξωτερική όψη της γοητείας της. Υπάρχει κάτι ανεξήγητο στην παρουσία της, μια αδυναμία του θεατή (και του σκηνοθέτη;) να κατανοήσει αυτή την γυναίκα. Τι σκέφτεται; Τι αισθάνεται; Αν και η καθημερινότητα της εκτίθεται, η Nana παραμένει πάντα είναι ένα αίνιγμα.
Παντρεμένη με τον Paul και έχοντας αποκτήσει μαζί του ένα παιδί, εγκατέλειψε την συζυγική ζωή της. Η αφήγηση οργανώνεται σε 12 τμήματα –κεφάλαια που αφηγούνται διάφορα επεισόδια από την (δύσκολη) ζωή της. Παίζει φλίπερ. Εργάζεται σε κατάστημα δίσκων. Δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Πηγαίνει στο σινεμά να δει μια ταινία του Dreyer. Σιγά –σιγά ωθείται στην πορνεία…
Η πορνεία υπήρξε μια εμμονή του σκηνοθέτη, καθώς μπορούμε να την βρούμε σε αρκετές ταινίες αυτής της περιόδου (π.χ. 2-3 πράγματα που ξέρω γι’ αυτή). Χρησιμοποιείται πάντα με μια μεταφορική έννοια, υπονοώντας τη θέση της γυναίκας (και του σύγχρονου ανθρώπου) μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, όπου για να επιβιώσεις χρειάζεται να εκπορνευτείς σ’ ένα συμβολικό και ηθικό επίπεδο.
Ο Godard γύρισε την ταινία με τη σειρά που βλέπουμε τις σκηνές στην οθόνη. Κάθε πλάνο κινηματογραφήθηκε σε μια λήψη, χωρίς επαναλήψεις (και ίσως εκεί οφείλεται το αυθόρμητο και το φυσικό των εικόνων). Οι καινοτομίες της ταινίας πολλές: π.χ. οι ηθοποιοί μιλούν με την πλάτη γυρισμένη στο φακό και αυτό, όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης, κάνει τον θεατή να δίνει μεγαλύτερο βάρος στο διάλογο και να μην αποσπάται η προσοχή του από τα πρόσωπα και την υποκριτική των ηθοποιών. Η ερμηνεία της Anna Karina βασίστηκε εξ’ ολοκλήρου στον αυτοσχεδιασμό και την απουσία συστηματικής προετοιμασίας, αφού ο σκηνοθέτης (και εκείνη την εποχή άνδρας της) δεν της έδινε τους διάλογους της παρά λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ενώ, η συνολική της εικόνα της,αποτελεί μια ευθεία αναφορά σε μια σταρ του βωβού κινηματογράφου, την Louise Brooks.
Δ.Μ.