(Ποτέ μαζί)
του Fatih Akin
gegen.jpg

Καταγραφή των απρόοπτων εξελίξεων που δημιουργούνται στην σχέση ενός 40χρονου τούρκου μετανάστη με μια 22χρονη ομοεθνή του, η ταινία είναι μια γεμάτη πάθος και ευαισθησία ερωτική ιστορία δύο «καταραμένων» περιθωριακών.
Ο Cahit διάγει ένα βίο άτακτο και απελπισμένο, με συμπεριφορά βίαιη και αυτοκαταστροφική, συχνά παραδομένος στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (που όμως ήταν μια απόπειρα αυτοκτονίας) θα συναντήσει σε μια ειδική κλινική την Sibel. Έχει και αυτή στο ιστορικό της μια απόπειρα αυτοκτονίας, έχοντας βιώσει με έντονο τρόπο την οικογενειακή καταπίεση. Απελπισμένη και χωρίς προοπτική, θα ζητήσει από τον Cahit να την παντρευτεί. Ένας «εικονικός» γάμος ανοίγει το δρόμο προς την ελευθερία για την Sibel: περιστασιακές σχέσεις με άνδρες και έντονη νυχτερινή διασκέδαση είναι ο τρόπος ζωής που επιδιώκει. Όμως αυτή η ψευδής γαμήλια συμβίωση θα λάβει κάποιες απροσδόκητες διαστάσεις και ο Cahit και η Sibel θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις ανεξέλεγκτες δυναμικές των αισθημάτων.
Η δραματική πλοκή της ταινίας υφαίνεται γύρω από την απελπισία, το κυρίαρχο συναίσθημα που σημαδεύει τα δύο κεντρικά πρόσωπα. Η αφήγηση, στη διαδρομή που διαγράφει, αναδεικνύει τόσο την πάλη τους ενάντια στην απελπισία όσο και τις απεγνωσμένες απόπειρες τους να διεκδικήσουν την ευτυχία. Τοποθετημένη η ταινία μέσα σ’ ένα περιβάλλον οικείο για τον σκηνοθέτη, σκιαγραφεί την παράδοση (στην περίπτωση της ταινίας την ισλαμική) ως ένα καταπιεστικό μηχανισμό που συντρίβει κάθε διαφορετική –από τις κανονικές νόρμες- προσωπικότητα. Στα όρια του κοινωνικού τους χώρου οι δύο ήρωες βυθίζονται στο τέλμα μιας ζωής χωρίς μέλλον και ευτυχία. Μέσα σ’ αυτό το ερεβώδες περιβάλλον μόνο η θέρμη των αισθημάτων προσφέρει την ανακούφιση.
Η ταινία βραβεύτηκε με την Χρυσή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου (2004).

Ο Fatih Akin δηλώνει: «Δεν ήθελα οι χαρακτήρες να αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την τουρκική μειονότητα: Είναι οι περιθωριακοί αυτής της κοινότητας. Αυτό μ’ ενδιέφερε από τις αρχές της δημιουργίας της ταινίας.
Δεν ασχολήθηκα πολύ με τα στοιχεία τούρκικης ταυτότητας. Γεννήθηκα μ’ και μεγάλωσα μ’ αυτά. Ήμουν μέσα σ’ αυτά και ποτέ δεν αναρωτήθηκα γι’ αυτά. Αυτό το έκανα αργότερα, όταν έφτιαχνα την ταινία.
(…)Η κοπέλα είναι κατά κάποιο τρόπο τρελή. Θέλει να αυτοκτονήσει, πηγαίνει κατευθείαν προς τον τοίχο. Δεν αντέχει την πίεση. Υπάρχει ένα είδος πίεσης, ένα είδος δογματισμού που ειδικά οι τουρκάλες αντιμετωπίζουν στην κοινωνία μας: περισσότερο εδώ στην Γερμανία, παρά στην Τουρκία. Και αυτή η κοπέλα μάχεται ενάντια σ’ αυτά.
Η ταινία είναι μια βίαιη και παθιασμένη ιστορία για ένα έρωτα που ανθίζει σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον όπου υπάρχει οργή, σεξ, ναρκωτικά και αυτοκαταστροφή.
(…)Η ταινία είναι η ερμηνεία μου για το καλό και το κακό. Είναι μια ερωτική ταινία, ή μέρος μιας τριλογίας για το έρωτα, τον θάνατο και τον διάβολο. Ο έρωτας δεν είναι μόνο εποικοδομητικός, αλλά και καταστροφικός. Εμπλέκει τον θάνατο με την έννοια της μεταμόρφωσης. Έχει σχέση με τον διάβολο, με τον διάβολο που είναι μέσα μας, τον δαίμονα, την επιθυμία, την κινούμενη άμμο του καλού και του κακού. Νομίζω ότι ο έρωτας έχει μια σκοτεινή πλευρά, όπως και μια φωτεινή. Και αυτή η σκοτεινή πλευρά του έρωτα μπορεί να μας κάνει πολύ καταστροφικούς».
Δ.Μ.