του Michael Winterbottom
24-hour-party-people.jpg

Τέλη της δεκαετίας του 70. Η πανκ μουσική έχει σαρώσει τους δεινόσαυρους της ροκ και έχει ανατρέψει τα δεδομένα στον χώρο της μουσικής. Νέα πρόσωπα έρχονται στο προσκήνιο που ανανεώνουν την ροκ και ποπ και εκφράζουν το πνεύμα της εποχής. Ένα από τα κέντρα αυτού του κινήματος υπήρξε η σκηνή του Μάντσεστερ και συγκροτήματα όπως οι Joy Division, με τον τραγουδιστή τους Ian Curtis (που αυτοκτόνησε σε ηλικία 23 χρονών), οι New Order (η μετεξέλιξη των Joy Division) και οι Happy Mondays με τον Shaun Ryder.
Μια αναδρομή στο κοντινό παρελθόν επιχειρεί στην ταινία του ο Michael Winterbottom. Κεντρικό πρόσωπο σ’ αυτήν τη νοσταλγική επιστροφή είναι ο Tony Wilson, μία αμφιλεγόμενη εκκεντρική προσωπικότητα, το κεντρικό πρόσωπο στην σκηνή του Μάντσεστέρ: η αφήγηση παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του -από το 1976 έως το 1992. Φιλόδοξος, αλλά απογοητευμένος τηλεοπτικός ρεπόρτερ, θα αισθανθεί τη ζωή του να αλλάζει όταν θα βρεθεί στην συναυλία ενός άγνωστου τότε συγκροτήματος: των Sex Pistols. Όχι μόνο ενεργός ακροατής αλλά από την αρχή διαμορφωτής, ο Tony Wilson ίδρυσε την εταιρεία Factory, που στέγασε όλα τα σημαντικά ονόματα της σκηνής, και επιπλέον δημιούργησε το θρυλικό κλαμπ Hacienda, με την οργιαστική ηδονιστική ατμόσφαιρα, την άτυπη έδρα της σκηνής. Μεγαλομανής ή οραματιστής, ο Tony Wilson σφράγισε με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή.
Μακριά από το ύφος των ταινιών που βασίζονται σε κλασικά μυθιστορήματα (Jude, The Claim), o Michael Winterbottom βρίσκεται μ’ αυτήν την ταινία πιο κοντά στο ύφος της ταινίας Wonderland: η ενέργεια, η ένταση, η δημιουργικότητα και το χιούμορ κυριαρχούν στις εικόνες. Κινηματογραφώντας ένα πρόσωπο και μία εποχή, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να αποτίσει ένα φόρο τιμής στην χαοτική ατμόσφαιρα και στο δημιουργική αναρχία που σφράγισε αυτή την μουσική.
Δ.Μ.

«Το στυλ της Factory ήταν καθοριστικό: περιείχε ιδέες όπως αναρχία, χάος, να αφήνεις τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που θέλουν. Ήταν εκεί για την πλάκα τους και δεν αντιμετώπιζαν αυτό που έκαναν σαν εργασία, σαν μπίζνες. Θυμάμαι τον Tony Wilson να είναι καθημερινά στην τηλεόραση και να παρουσιάζει τα τοπικά νέα. Με γοήτευε το γεγονός ότι ζούσε μία διπλή ζωή, διοικώντας την Factory Records και όντας μέρος της νυχτερινής ζωής.
Αν κάναμε ταινία για μία άλλη εταιρεία δίσκων, τότε τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο.»
(Από συνέντευξη του Michael Winterbottom στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Filmmaker 6-8-2002)