Βασισμένη στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Stanislaw Lem, η ταινία του Ari Folman (σκηνοθέτη της ταινίας animation Waltz with Bashir), πέρα από μια εκρηκτική επίδειξη αχαλίνωτης δημιουργικής φαντασίας, είναι και ένα σχόλιο για το σινεμά, το θέαμα και τους τρόπους παραγωγής του.
Σε τρία σχεδόν αυτόνομα μέρη χωρίζεται η αφήγηση. Στο πρώτο, μια ξεπεσμένη χολιγουντιανή σταρ- στο ρόλο, απ’ όπου τα υπονοούμενα δεν απουσιάζουν, η Robin Wright- βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σημαντική απόφαση καριέρας: να εκχωρήσει ψηφιακά το σώμα της (και τα ερμηνευτικά της εργαλεία) στο στούντιο με τη γεμάτη σημασίες ονομασία Miramount, για τη δημιουργία ενός ψηφιακού ηθοποιού-αντιγράφου. Αντιμέτωπη με τις βαριές μητρικές ευθύνες απέναντι σ’ ένα άρρωστο γιο, η Robin Wright, μετά από δισταγμούς, υπογράφει το συμβόλαιο και αποχωρεί από την ενεργό δράση. Το δεύτερο, με τη μορφή κινουμένων σχεδίων, μέρος, που διαδραματίζεται 20 χρόνια μετά, επικεντρώνεται σ’ ένα συνέδριο όπου παρουσιάζεται ό,τι θεωρείται ως καινοτόμος εξέλιξη του κινηματογράφου: τη δυνατότητα, που προφέρουν οι εξελίξεις στη χημεία, στο να ζήσει ο καθένας μέσα από την προσωπικότητα ενός αγαπημένου του ήρωα. Με σαφείς αναφορές στις ανάλογες συνάξεις της εταιρείας Apple, το μέρος αυτό, που χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν σουρεαλιστικής στην ύφανση και ανοικονόμητη στη δομή, αφήγηση, κορυφώνεται με τη διάλυση του συνεδρίου και την αποχώρηση της Robin Wright. Το τρίτο μέρος αφηγείται την εξέλιξη της ιστορίας της Robin Wright και της σχέσης με το βαριά άρρωστο γιο της: μια σχέση που κορυφώνεται σε τραγωδία.
Αν και το πρώτο μέρος της ταινίας είναι κινηματογραφημένο με τρόπους παραδοσιακούς, είναι η ανάμειξη animation και παραδοσιακού σινεμά που δίνει τελικά τον τόνο. Συνδέοντας το παραδοσιακό σινεμά με τον πραγματικό κόσμο -και ό,τι αυτός συνεπάγεται, δηλαδή τις μικρές ή μεγάλες τραγωδίες της ζωής- ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τη φόρμα της ταινίας animation ως μια σαφή αντίθεση στα προηγούμενα, δηλαδή ως έναν τόπο- φυγής όπου η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Παράλληλα, η σύμμειξη παραδοσιακής ταινίας και animation αναδεικνύει, με τον πιο έντονο τρόπο, τη σχεδόν παραισθητική θεαματική φύση του χολιγουντιανού σινεμά και τις επικίνδυνες και αναπόφευκτες συνέπειες που αυτός έχει, με την εμμονή του στην τεχνολογική καινοτομία. Ισορροπώντας, άλλοτε επιδέξια και άλλοτε όχι, ανάμεσα στην φαντασία, το θέαμα, την πραγματικότητα και την παραίσθηση, η αναμφίβολα φιλόδοξη σκηνοθεσία διατηρεί πάντα σαφή το στόχο της. Η ταινία μοιάζει ως μια πικρή στον τόνο, προειδοποίηση για το που μπορεί να οδηγήσει το μοντέλο του σύγχρονου χολιγουντιανού σινεμά και η εμμονή στο θέαμα: στην ολοκληρωτική απόρριψη του πραγματικού κόσμου, στην απόδραση- φυγή απ’ αυτόν και στην καταφυγή σε μια πραγματικότητα εικονική, όπου ο πόνος μπορεί να απουσιάζει αλλά το συναίσθημα είναι ψευδές και γι' αυτό άκυρο.
Δημήτρης Μπάμπας