(Χτυποκάρδια στο γραφείο)
του Régis Roinsard
populair.jpg

Αναβιώνοντας τα ήθη και τις αισθητικές τάσεις της δεκαετίας του 50, η ταινία είναι μια ερωτική κομεντί με περιορισμένες, αλλά εκπληρωμένες, φιλοδοξίες.
Η ηρωίδα της ταινίας, η Rose Pamphyle -την οποία υποδύεται η Déborah François- είναι μια ταλαντούχος δακτυλογράφος. Αναζητώντας εργασία σαν γραμματέας στο γραφείο του Louis Échard, ενός ασφαλιστή -τον ρόλο υποδύεται Romain Duris-, η Rose θα παγιδευτεί στα δίκτυα του έρωτα. Όμως οι προτεραιότητες του Louis είναι άλλες: θα προπονήσει τη Rose για να συμμετάσχει στους αγώνες για την ταχύτερη δακτυλογράφο. Καθώς οι επιτυχίες της Rose έρχονται όχι εύκολα, το ζευγάρι θα δει τις μεταξύ του ισορροπίες να αλλάζουν.
Η ταινία θα πρέπει να θεωρηθεί μέρος μιας τάσης του γαλλικού σινεμά για αναβίωση των αισθητικών τρόπων παλιών κινηματογραφικών ειδών και περασμένων εποχών. Επιφανέστερα δείγματα αυτής τάσης αποτελούν οι ταινίες OSS 117: Le Caire, nid d'espions (2006) και The Artist (2011) του Michel Hazanavicius. Ο μύθος της ταινίας είναι μια παραλλαγή του μύθου Πυγμαλίωνα, όπως τον γνωρίζουμε από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Τζωρτζ Μπέρναντ Σω: στο κέντρο βρίσκεται ο πεπειραμένος άνδρα, ο οποίος εκπαιδεύει μια νεαρή κοπέλα και τελικά την ερωτεύεται. Η μαθητεία, η εξ’ ανάγκης συμβίωση, τα ανεκδήλωτα συναισθήματα του έρωτα, οι δισταγμοί και οι αμηχανίες της ερωτικής προσέγγισης, το αναπόφευκτο Happy End: αυτοί είναι οι σταθμοί  της αφήγησης.
Όπως συμβαίνει με κάθε καλή ρομαντική κομεντί, έτσι και εδώ, αυτό που έχει καταρχήν σημασία είναι η χημεία ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές - Romain Duris και Déborah François. Επιπλέον εδώ, σημαντικό στοιχείο της ταινίας αποτελεί και η αναπαραγωγή της αισθητικής (και όχι μόνο) της δεκαετίας του 50. Είναι η αναπαραγωγή ενός παλιού σινεμά –του χολιγουντιανού σινεμά των αστέρων - που ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, αποκτά βάρος και υπόσταση η ερωτική ιστορία. Και μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ενισχύεται η μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών χημεία.
Και γι’ αυτό, η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί, στην εποχή των ψηφιακών blockbuster με το περιπλεγμένο ψυχολογικό τοπίο, ως έκφραση μιας βαθιάς κινηματογραφοφιλίας, μιας νοσταλγίας γι’ ένα "αθώο" σινεμά που προ πολλού έχει χαθεί.

Δημήτρης Μπάμπας