του Paolo Sorrentino
(σχετικά με την ταινία)
grandebe.jpg

Κυρίες της αριστοκρατίας, αριβίστες πολιτικοί, απατεώνες της καλής κοινωνίας, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, ξεπεσμένοι αριστοκράτες, ιεράρχες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι - είτε αληθινοί είτε «δήθεν» - αποτελούν τον ιστό που συγκροτεί τις σχέσεις σ’ αυτήν την συγχρονη Βαβυλώνα. Οι χώροι: παλάτια, τεράστιες βίλες και οι πιο όμορφες βεράντες στην πόλη. Ο Jep Gambardella, 65 χρονών, βαριεστημένος και απογοητευμένος, με τα μάτια του μόνιμα θολά από το τζιν και τόνικ, παρακολουθεί όλη αυτή την παρέλαση της ελαφρότητας, αυτής της παντοδύναμης, αλλά αφόρητα καταθλιπτικής ομάδας.
Και στο παρασκήνιο;
Η Ρώμη το καλοκαίρι. Λαμπερή και αδιάφορη, σαν μια αληθινή ντίβα…
Ο Paolo Sorrentino δηλώνει: «Εδώ και πολύ καιρό είχα σκεφτεί να κάνω μια ταινία η οποία να ανιχνεύει τις αντιφάσεις, τις ομορφιές, τις σκηνές που έχω δει και τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη Ρώμη. Είναι μια θαυμάσια πόλη, σε ηρεμεί και παράλληλα την ίδια στιγμή είναι γεμάτη κρυμμένους κινδύνους. Ως κινδύνους, εννοώ τις διανοητικές περιπέτειες που σε οδηγούν σε αδιέξοδο.
Αρχικά, ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο, χωρίς όρια, το οποίο διαρκώς το απωθούσα, μέχρι τη στιγμή που βρήκα το συνδετικό στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει ζωή σ’ αυτό το ρωμαϊκό σύμπαν. Και το στοιχείο αυτό ήταν ο χαρακτήρας του Jep Gambardella, το τελευταίο κομμάτι του παζλ, και αυτός που έκανε την όλη ιδέα της ταινίας να είναι υλοποιήσιμη και περισσότερο σαφής. Μετά από δύο χρόνια όπου ταξίδευα μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, ένιωσα πραγματικά την ανάγκη να σταματήσω να μετακινούμαι. Ήθελα να έχω ένα τεμπέλικο τρόπο ζωής, μια δουλειά που θα μου επέτρεπε κάθε βράδυ να γυρνάω σπίτι. Όμως στην πραγματικότητα, το La Grande Bellezza ήταν μια κουραστική ταινία, και επιπλέον μια εμπειρία γεμάτη πάθος».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)