(Σοκολατένια πάθη)
του Giles Foster
consuming-passions.jpg

Μια παραδοσιακή σοκολατοβιομηχανία της Αγγλίας θα επιλέξει την ενσωμάτωση μ’ ένα πολυεθνικό κολοσσό για να μπορέσει να επιβιώσει στις δύσκολες και άγριες συνθήκες της οικονομίας της αγοράς. Η σύνδεση της όμως με τη μεγάλη εταιρία σημαίνει την εγκατάλειψη του παλιού τρόπου παραγωγής και την υιοθέτηση των μεθόδων παραγωγής της μεγάλης εταιρίας. Μεθόδων που δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη των παλιών συνταγών σαν αναποτελεσματικών και την επιβολή του προϊόντος στην αγορά μέσω της διαφήμισης, αφού η ποιότητα του έχει πλέον υποβαθμιστεί. Η παρουσία του αντιπροσώπου της πολυεθνικής δίπλα στον παλιό ιδιοκτήτη και η μηχανοποιημένη παραγωγή, ολοκληρώνουν την εικόνα της κυριαρχίας των «σύγχρονων» ηθών στη μικρή σοκολατοβιομηχανία.
Αυτό το καλορυθμισμένο περιβάλλον θα έρθει να το ανατρέψει ένας καινούργιος υπάλληλος, ο οποίος θα γίνει η αιτία να πέσουν μέσα στο καζάνι της σοκολάτας τρεις εργάτες. Τα πτώματα των τριών εργατών θα γίνουν συστατικά της σοκολάτας και παρά τον αγώνα δρόμου των υπευθύνων της εταιρίας, θα καταλήξουν στην κατανάλωση. Εκεί το κοινό θα δώσει μάχες για τα σοκολατάκια και οι υπεύθυνοι της επιχείρησης θα αποφασίσουν την υιοθέτηση της καινούργιας συνταγής, όπου, εκτός από τα παλιά συστατικά περιλαμβάνει πλέον και πτώματα!!! Στον καινούργιο υπάλληλο θα αναθέσουν πλέον την ευθύνη της παραγωγής και θα τον αναγκάσουν σ’ ένα συνεχή αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση των αναγκαίων για την παραγωγή πτωμάτων. Στην υπόθεση θα μπλεχτούν, εκτός από τον ανίκανο ιδιοκτήτη και τον κυνικό αντιπρόσωπο της πολυεθνικής, η «αγνή»χημικός του εργοστασίου, καθώς επίσης και μια «νυμφομανής» χήρα.
Η ταινία καταγράφει, μέσα από τη φόρμα της μαύρης κωμωδίας, την υστερία και τον παραλογισμό που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες της κατανάλωσης. Έναν παραλογισμό, που οι πηγές του βρίσκονται τόσο στο επίπεδο της παραγωγής, όσο και στο επίπεδο της κατανάλωσης. Στο επίπεδο της παραγωγής, με την κυριαρχία των πτωμάτων στη διαδικασία κατασκευής του προϊόντος: Η σύγχρονη βιομηχανία χρειάζεται πλέον ανθρώπους σαν κύρια συστατικά των προϊόντων της, για να μπορέσουν αυτά να καταναλωθούν. Στο επίπεδο της κατανάλωσης, ο παραλογισμός παρουσιάζεται τόσο εστιάζοντας σ’ ένα κοινό που -υπό την επήρεια του μάρκετινγκ- διακατέχεται από καννιβαλιστικές διαθέσεις, όσο και στην κυριαρχία των «ηθών» της διαφήμισης (όπου ένα προϊόν πουλιέται όχι γι’ αυτό που είναι αλλά γι’ αυτό που δείχνει). Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι στις σύγχρονες κοινωνίες μόνο τα προϊόντα, που για να παραχθούν έχουν καταστραφεί άνθρωποι, γνωρίζουν επιτυχία. Η ταινία αναπτύσσει τις ιδέες των «Μόντυ Πάιθονς» (Monty Python), μιας αναρχικής ομάδας κωμικών που έδρασαν στην Αγγλία τη δεκαετία του 70 και τις αρχές της δεκαετίας του 80. Διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στα κωμικά στοιχεία και την κοινωνική κριτική, η ταινία καταλήγει να είναι ένα ταξίδι περιήγησης στις αθέατες, αλλά και τις ορατές πλευρές των κοινωνιών της κατανάλωσης.
Δ. Μ.