Ένα ασθενοφόρο και ο νοσηλευτής. Ένας πρίγκιπας στο αρχοντικό του. Οι εργατικές πολυκατοικίες. Μια γυναίκα μόνη στο μπαλκόνι μιλά στο τηλέφωνο. Ένας ηλικιωμένος και η κόρη του συζητούν. Οι ηλικιωμένες πόρνες σ’ ένα τροχόσπιτο. Ένα ψαράς και τα χέλια στο ποτάμι. Ένας γεωπόνος. Τα έντομα και οι φοίνικες. Τα γυρίσματα ενός φωτο-ρομάντσου σε μια βίλα. Ένα νεκροταφείο και μια εκταφή. Ένα πάρτι λατινοαμερικάνων μεταναστών. Το μποτιλιάρισμα.
Η ταινία καταγράφει το σημαντικότερο περιφερειακό δρόμο της Ρώμης και ό,τι υπάρχει στις παρυφές τους. Μια πινακοθήκη, μια σειρά από πορτραίτα προσώπων των οποίων κινηματογραφούνται οι ζωές, σχεδιάζονται σιγά -σιγά. Ο σκηνοθέτης συλλέγει εικόνες από τις ζωές των προσώπων, τις εναλλάσσει, περνά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από το ένα σημείο του δρόμου σ’ ένα άλλο, απο τη μια χρονική στιγμή σε μια άλλη. Οι ζωές και τα πρόσωπα διασταυρώνονται τυχαία –σαν βρισκόμαστε σ’ ένα μποτιλιάρισμα -, και μια παράδοξη οικειότητα δημιουργείται ανάμεσα στα πρόσωπα και τον θεατή: γινόμαστε εκ του σύνεγγυς μάρτυρες τις ζωές των άλλων.
Η ταινία ακροβατεί με επιδεξίοτητα ανάμεσα σε δύο πόλους -ορόσημα του ιταλικού σινεμά: τις ρεαλιστικές καταγραφές των παραδοξοτήτων της ιταλικής ζωής, που συναντάμε σ’ όλο το έργο του Fellini (Roma, Amarcord) και τις εικόνες αστικής αποξένωσης του Michelangelo Antonioni. Μέσα από τη συσσώρευση αυτών των εικόνων, ως να είναι ψηφίδες, σχηματίζεται μια μεγαλύτερη εικόνα: Είναι η εικόνα της αστικής ζωής, σ’ όλες τις εκφάνσεις της, στα περίχωρα, μακριά από το κέντρο της πόλης, εκεί όπου η μοναξιά δείχνει βαριά και η μελαγχολία σημαδεύει τα πρόσωπα.
Δημήτρης Μπάμπας