του Jan Ole Gerster
oh-boy.jpg

Μελαγχολική στην επίγευσή της περιπλάνηση στο Βερολίνο ή το ασπρόμαυρο πορτραίτο μιας νεότητας σε εκκρεμότητα; Η ταινία του γερμανού Jan Ole Gerster είναι επιπλέον ένα χαλαρό στους αφηγηματικούς τρόπους και συναισθηματικό στους τόνους, σκίτσο της μοναχικής νεανικής ζωής στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.
Ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης, Niko Fischer (Tom Schilling) διανύει τα τελευταία χρόνια της νεότητας του. Ζει στο κενό, μια ζωή χωρίς πρόγραμμα και στόχο, και η αφήγηση επικεντρώνεται σ’ ένα όχι και τόσο τυπικό 24ωρο της καθημερινότητας του. Η μέρα του θα ξεκινήσει μ’ έναν χωρισμό και θα τελειώσει μ’ ένα θάνατο, και, στη διάρκειά της, ο νεαρός ήρωας θα αναζητήσει απεγνωσμένα ένα «κανονικό» καφέ. Στο ενδιάμεσο θα περιπλανηθεί στην πόλη, θα μετακομίσει σ’ ένα καινούριο διαμέρισμα και θα γνωρίσει τον γείτονα του, θα του αφαιρεθεί το δίπλωμα οδήγησης, θα συναντήσει (και δεν θα αναγνωρίσει) μια παλιά του συμμαθήτρια, θα παίξει γκολφ με τον πατέρα του, θα κλέψει ένα ζητιάνο, θα παρακολουθήσει μια πρωτοποριακή παράσταση σωματικού θεάτρου, θα επισκεφθεί τα γυρίσματα μιας ταινίας.
Ό,τι προσδιορίζει τον ήρωα –και μαζί του την ταινία- είναι η χαλαρή διάθεση και η εμφανής απουσία προσανατολισμού –και ακριβώς λόγω αυτών είναι ανοικτός συναισθηματικά να δει όψεις της ζωής στην πόλη όχι εμφανείς. Περιπλανώμενος μέσα σε μια γοητευτική μεγαλούπολη, χωρίς σκοπό και χωρίς κατεύθυνση, έρχεται σε επαφή με πρόσωπα που κουβαλούν ένα συναισθηματικό ή υπαρξιακό φόρτο: Ο μοναχικός γείτονας που αναζητά ένα άγγιγμα, ο φίλος που απέτυχε στη ζωή, η παλιά συμμαθήτρια που κουβαλά το ανεπούλωτο τραύμα της παιδικής ηλικίας, ο ηλικιωμένος που φέρει το βαρύ ιστορικό παρελθόν. Παράλληλα, όμως, έρχεται και αντιμέτωπος και με μια διάχυτη και κάποιες φορές χαμηλής έντασης επιθετικότητα: ο είρωνας ψυχολόγος που του αφαιρεί την άδεια οδήγησης, ο επιχειρηματίας πατέρας που του κόβει απροειδοποίητα την επιχορήγηση, οι μεθυσμένοι που του επιτίθενται. Σιγά –σιγά αυτές οι επαφές συσσωρεύουν ένα βάρος στη ψυχή του ήρωα, και ο τόνος στην ταινία μεταβάλλεται: από ανάλαφρος και χιουμοριστικός γίνεται μελαγχολικός και βαρύς.
Ό, τι τελικά αντικρίζει ο ήρωας σ’ αυτήν την περιπλάνηση του δεν είναι η πόλη και οι όψεις της ζωής σ’ αυτήν, αλλά η ύπαρξη και η μελαγχολία της.
Είναι το τέλος των πραγμάτων και το πεπερασμένο των καταστάσεων με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος.
Είναι το βάρος από το πέρασμα του χρόνου, πάντα αμείλικτου και άτεγκτου, και τα ανεπούλωτα τραύματα που πίσω του αφήνει.
Είναι το αναπόφευκτό τέλος της αθωότητας (και της ανευθυνότητας) της νεότητας.
Είναι οι πρώτες ρυτίδες που σχηματίζονται στο πρόσωπό του.
Είναι το άχθος της ενήλικης ζωής.

Δημήτρης Μπάμπας