Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και διαδραματιζόμενη στο παρόν, η ταινία είναι ένα πανόραμα για το πώς η ζήλια σημαδεύει τα πρόσωπα.
Η αφήγηση της ταινίας ξεκινά μ’ έναν χωρισμό- του ήρωα με την γυναίκα του- και ολοκληρώνεται με επίσης έναν- του ήρωα με την ερωμένη του. Ότι υπάρχει στο ενδιάμεσο είναι μια καταγραφή της σχέσης του με την ερωμένη του και ό,τι την περιβάλλει.
Παρόλο που ο ήρωας (στο ρόλο ο γιος του σκηνοθέτη Louis Garrel), καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, συνιστά το κέντρο βάρους της, ωστόσο ο σκηνοθέτης δημιουργεί χώρους στην αφήγηση όπου παρουσιάζονται, εξελίσσόνται και σκιαγραφούνται τα άλλα (γυναικεία) πρόσωπα της ταινίας: η σύζυγος που εγκαταλείπεται, η κόρη και η σχέση της με τον ήρωα, η ερωμένη (στο ρόλο η Anna Mouglalis) που ασφυκτιά στο διαμέρισμα (και τη σχέση).
Οι αστάθειες και οι ανασφάλειες του έρωτα, το χωρίς όρια (;) ερωτικό πάθος, οι εντάσεις μιας έντονης ερωτικής σχέσης, οι στιγμές οικειότητας και συναισθηματικής εγγύτητας, οι πολλαπλές αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες διαδρομές της ερωτικής και συναισθηματικής ζωής: όλα αυτά είναι στοιχεία που αναδεικνύονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Ωστόσο το κυριότερο όλων είναι η ζήλια, που ως ένας ιός μεταδίδεται από το ένα πρόσωπο της ταινίας στο άλλο, για να καταλήξει στο τέλος να προσβάλλει το μόνο πρόσωπο που ‘χε μείνει απρόσβλητο: τον ήρωα.
Τελικά στα παιχνίδια του έρωτα οι ρόλοι που επιφυλάσσονται για τα πρόσωπα ποτέ δεν είναι σταθεροί, αλλά πάντα εναλλασσόμενοι. Ο καθένας θα πληρώσει το τίμημα της στο ταμείο του έρωτα.
Δημήτρης Μπάμπας