του Bernardo Bertolucci
(οι δηλώσεις του σκηνοθέτη)
io-e-te.jpg

Όταν η αναγκαστική μου ακινησία παγιώθηκε, λόγω υγείας, ως καθημερινότητα, συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορώ πια να σκηνοθετώ. Η ιδέα του να σταματήσω να γυρίζω ταινίες σήμαινε για μένα το κλείσιμο ενός τεράστιου κεφαλαίου στη ζωή μου και την έναρξη ενός νέου, εντελώς διαφορετικού, το οποίο φυσικά δεν γνώριζα πως θα εξελισσόταν. Ήταν φοβερά οδυνηρό το να καταπιώ τον εγωισμό μου και να αποδεχτώ ότι θα πρέπει από εδώ και στο εξής να μετακινούμαι πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι. Σιγά σιγά όμως έμαθα την «τέχνη» της αποδοχής μια νέας κατάστασης και από εκείνη τη στιγμή γνώριζα βαθιά μέσα μου ότι υπάρχει τρόπος να κάνεις σινεμά, με εντελώς διαφορετικά μέσα, από εκείνα που έχουμε συνηθίσει. Κάπως πιο καθιστός από την «κανονική» όρθια σκηνοθεσία! ‘Έχοντας ολοκληρώσει την ταινία «Εγώ κι Εσύ» υπό αυτές τις νέες συνθήκες, νιώθω πλέον με απόλυτη βεβαιότητα ότι είμαι έτοιμος να κάνω κι άλλη ταινία, το συντομότερο δυνατό.
Δυο χρόνια πριν, ο Νικολό Αμανίτι μου παρέδωσε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Εγώ κι Εσύ» (Io e Te). Ζεστό από το τυπογραφείο, καθώς ήταν, και συναρπαστικό από τις πρώτες κιόλας σελίδες με παρέσυρε στον κόσμο του και ένιωσα αυτόματα μια σπίθα… Μια ανάγκη για ένα νέο πρότζεκτ. Η τελευταία φορά που είχα γυρίσει μια ταινία στα Ιταλικά ήταν πριν από 30 χρόνια, οπότε ένιωθα την υποχρέωση να επανέλθω σε μια ταινία που θα είναι γυρισμένη στην Ιταλία, με Ιταλούς ηθοποιούς που θα μιλάνε ιταλικά. Κάλεσα έτσι, τους Ουμπέρτο Κονταρέλο και Φρανσέσκα Μαρσιάνο και προχωρήσαμε σε μερικές αναπροσαρμογές ώστε να μετατρέψουμε το υπέροχο αυτό βιβλίο σε ένα ιδανικό κινηματογραφικό σενάριο. Ωστόσο κάποιες από τις μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις της ταινίας από το βιβλίο δεν υπάρχουν ούτε στο σενάριο, αφού προέκυψαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Αυτή είναι άλλωστε και η μαγεία του σινεμά…
Το «Εγώ κι Εσύ» έχει να κάνει με τις επιθυμίες, τις απογοητεύσεις, τους αγώνες και τα όνειρα δυο νέων ανθρώπων. Υποθέτω ότι πολλές από τις ταινίες μου έχουν ασχοληθεί με συγκεκριμένες ψυχολογικές καταστάσεις της νεολαίας, με τον πιο προφανή τρόπο, όπως οι «Ονειροπόλοι» και το «Stealing Beauty», αλλά και κάπως πιο διακριτικά, όπως στις «Noveciento», «Μικρός Βούδας» και «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας». Τώρα είμαι πάνω από 70 χρονών και εξακολουθούν να με εξιτάρουν οι νεανικοί χαρακτήρες που αναβλύζουν ζωντάνια και διάθεση για εξερεύνηση. Νιώθω ότι είδα τον Τζάκοπο Όλμο, κυριολεκτικά, να ωριμάζει κατά τη διάρκεια των δέκα εβδομάδων που γυρίζαμε την ταινία. Τι να πω, ίσως να είμαι μια κλασική περίπτωση αυτού που αποκαλούμε «αιώνιος έφηβος»!
Είχα μεγάλη περιέργεια να πειραματιστώ με νέες τεχνικές και διαφορετικές τεχνολογίες, οι οποίες προέκυψαν κατά τη δεκαετή μου απουσία από το «σπορ». Είχα σκεφτεί ακόμη να γυρίσω το «Εγώ κι Εσύ» σε 3D. Κάναμε μάλιστα και πάρα πολλές δοκιμές στα στούντιο της Σινετσιτά. Όμως η συνολική διαδικασία παραείναι αργή για τα γούστα μου. Στο δικό μου σινεμά, η κάθε σκηνή δίνει αφορμή ώστε να γεννηθεί η επόμενη και στη συνέχεια η μεθεπόμενη και πάει λέγοντας… Δεν υπάρχει χρόνος για εργαστηριακές παρεμβάσεις και τεχνικές που απαιτούν την κίνηση δύο καμερών, με συνεχείς αλλαγές φακών και λοιπές καθυστερήσεις. Ίσως σε κάποια χρόνια αλλάξει βέβαια αυτό, ποιος ξέρει… Έπειτα σκέφτηκα να γυρίσω την ταινία ψηφιακά. Αλλά αυτό το είδος ανεξέλεγκτης ευκρίνειας ήταν ανυπόφορο για μένα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει, ποτέ ως τότε, πόση ιμπρεσιονιστική νοσταλγία κρύβεται μέσα στα 35mm του φιλμ. Και αυτός ήταν πολύ σημαντικός λόγος για να συνεχίσω να κάνω ταινίες με τον παλιό, καλό, παραδοσιακό τρόπο…

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)