του Gilles Bourdos
renoir.jpg

Έχοντας στο κέντρο έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών, τον Pierre-Auguste Renoir (στον ρόλο ο Michel Bouquet), η ταινία πέρα από τα βιογραφικά της στοιχεία (που αφορούν και άλλα πρόσωπα πέραν του ζωγράφου) είναι και μια δοξαστική στους τόνους επισήμανση του καθοριστικού ρόλου της γυναίκας στη ζωγραφική, αλλά και στο σινεμά.
1915. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, αλλά στο κτήμα του ήδη καταξιωμένου ζωγράφου, το Les Collettes, στο Cagnes-sur-Mer στην Cote d’Azur, φθάνουν μόνο οι απόηχοί του. Ωστόσο είναι η άφιξη της 15χρονης Andrée Heuschling (στο ρόλο η ακτινοβολούσα Christa Théret), που διαταράσσει τις ισορροπίες. Έρχεται συστημένη από την άρτι αποδημήσασα σύζυγο του ζωγράφου (στην πραγματικότητα την σύστησε ο ομότεχνός του Henri Matisse) και είναι η εκθαμβωτική λάμψη της νεότητας της που ξαφνικά έρχεται στο κέντρο της προσοχής όλων. Ο Renoir είναι ήδη 74 χρονών, καταβεβλημένος από τη ρευματοδειδή αρθρίτιδα, και η όψη της Dedee, όπως θα την αποκαλεί, τον αναζωογονεί και τον ενεργοποιεί. Η άφιξη του τραυματία γιου του Jean (στο ρόλο Vincent Rottiers), αλλάζει τις ισορροπίες…
Αν και η σκηνοθεσία μοιάζει να εγκολπώνεται το βασικότερο κλισέ του είδους της βιογραφικής ταινίας: ένα βλέμμα στη ιδιωτική ζωή ενός μυθικού στην κοινή συνείδηση προσώπου, ωστόσο η ταινία εξαρχής το υπερβαίνει. Και αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι ο χώρος, όπου η ταινία διαδραματίζεται, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο ταϊβανέζος διευθυντής φωτογραφίας Mark Ping Bing Lee (γνωστός στο δυτικό κοινό από την ταινία In the Mood for Love) τον κινηματογραφεί. Είναι η εικόνα ενός επίγειου παραδείσου, ενός έγκλειστου σύμπαντος, ενός καταφυγίου όπου μόνο μακρινοί απόηχοι της φρίκης του πολέμου φθάνουν, όπου οι ακτίνες και τα χρώματα του μεσογειακού ήλιου, στην κυριολεξία, κατασκευάζουν, οικοδομούν τον τόπο: είναι το μαγικό σύμπαν των χρωματισμών και των αποχρώσεων της πρώτης περιόδου του ζωγράφου, όταν καθόριζε τον ιμπρεσιονισμό, που αναγνωρίζουμε. Και αυτός είναι ο αληθινός τόπος όπου η ταινία διαδραματίζεται: ένας πίνακας του ιμπρεσιονισμού.
Και μέσα σ’ αυτό το σύμπαν, ο αληθινός βασιλιάς δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, ο Renoir, αλλά αντίθετα η θηλυκή ομορφιά, το γυναικείο κάλλος στην πιο γήινη, χυμώδη και σαρκώδη εκδοχή του. Υπάρχει μια εμφανής αντίθεση στο επίπεδο της δραματικής πλοκής. Από τη μία υπάρχει ένας ανδρικός κόσμος –που συγκροτείται από τον ζωγράφο, τον γιο του Jean, αλλά και τον μικρότερο Claude: είναι ο κόσμος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Και απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουν οι γυναίκες: υπηρέτριες των ανδρών αλλά και μούσες, με προεξάρχουσα όλων την Andrée. Στην υπηρεσία των καλλιτεχνών, μητρικές παρουσίες, αντικείμενα του ανδρικού βλέμματος, αλλά και του ερωτικού πόθου, πρόσωπα που διαταράσσουν την ανδρική μακαριότητα, αληθινές μούσες που ωθούν -προκαλούν τη δημιουργία, που επιβάλλουν το κάδρο, αλλά και το θέμα, τη γραμμή αλλά και το χρώμα. Εξάλλου αυτές τις γυναικείες παρουσίες ο ζωγράφος θα απεικονίσει στον εμβληματικό του πίνακα Les Baigneuses. Υπάρχει κάτι μαγικό, σχεδόν μυστηριακό στο τρόπο που απεικονίζονται όλες οι γυναικείες παρουσίες της ταινίας: οι  υπηρέτριες, πρώην μοντέλα (και ερωμένες;) του ζωγράφου, η άρτι αφιχθείσα λαμπερή Andrée, αλλά και μεγάλη απούσα, η εκλιπούσα σύζυγος του ζωγράφου, που η σκιά της πέφτει βαριά σ’ όλα τα ανδρικά πρόσωπα της ταινίας.
Ό,τι αναγνωρίζουμε στις εικόνες αυτής της ταινίας είναι το ανδρικό βλέμμα του ζωγράφου, αλλά και του γιου -του διάσημου μετέπειτα σκηνοθέτη-, που με τρόπο λατρευτικό σχεδόν χαϊδεύει τις γυναικείες καμπύλες, που έκθαμβο αντικρύζει.
Είναι επιπλέον ο λυρισμός ενός ύμνου στην ανεπιτήδευτη σαρκώδη γυναικεία ομορφιά, στην πλαστικότητα του γυναικείου σώματος, οι δοξαστικοί τόνοι ενός φόρου τιμής στην παρουσία μιας γυναίκας.
Είναι τέλος οι αντανακλάσεις του φωτός πάνω στο ημίγυμνο γυναικείο σώμα, οι γραμμές, οι καμπύλες και τα χρώματα ενός απόλυτου, παραδείσιου γυναικείου κάλλους.

Δημήτρης Μπάμπας