Βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία, η ταινία του Stephen Frears είναι πέραν όλων των άλλων και μια απόδειξη της σκηνοθετικής του ικανότητας να προσαρμόζει την οπτική και τα μέσα του στις ανάγκες του θέματος.
Η κεντρική και ομώνυμη του τίτλου ηρωίδα είναι μια ηλικιωμένη ιρλανδή που έρχεται αντιμέτωπη με μια σκοτεινή πτυχή της ζωής της: την αρπαγή του εκτός γάμου πρώτου της παιδιού. Όντας έγκλειστη σε ένα μοναστήρι και έχοντας βρει εκεί καταφύγιο λόγω της «παράνομης» εγκυμοσύνης της, η ηρωίδα θα δει το 4χρονο παιδί της να δίνεται για υιοθεσία χωρίς την συγκατάθεση της. 50 χρόνια μετά αποφασίζει να αναζητήσει το χαμένο γιο της. Αρωγός στην προσπάθεια της είναι ο Martin Sixsmith, ένας δημοσιογράφος που βιώνει μια δύσκολη καμπή στην επαγγελματική του καριέρα.
Η αφήγηση παρακολουθεί τη δημοσιογραφική έρευνα, αλλά, παρόλο που διαθέτει τις αναμενόμενες αφηγηματικές ανατροπές, χαρακτηρίζεται από μια εστίαση στα πρόσωπα: τόσο του δημοσιογράφου, που σχεδιάζεται ως κυνικός και απογοητευμένος, όσο και της ηλικιωμένης γυναίκας, που μοιάζει να αναζητά την εξιλέωση από το σφάλμα που την έχει στιγματίσει. Εστιάζοντας στη μεταξύ τους σχέση, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ισχυρό δίπολο αντιθέσεων που διατηρεί αμείωτες τις εντάσεις του μέχρι το τέλος. Από την μια πλευρά υπάρχει η ελάχιστα καλλιεργημένη μητέρα, βαθύτητα θρησκευόμενη (το ρόλο υποδύεται η εξαιρετική Judi Dench) και από την άλλη ο κυνικός και άθεος δημοσιογράφος (το ρόλο υποδύεται ο κωμικός Steve Coogan). Όπως είναι φανερό, μια τέτοια αντίθεση προκαλεί κάποιους κωμικούς απόηχους, που απαλύνουν τους έτσι και αλλιώς βαρείς δραματικούς τόνους της ιστορίας.
Ωστόσο, αυτοί οι δύο πόλοι της δραματικής πλοκής είναι ανισοβαρείς: ο άνδρας μοιάζει να συνιστά τον κοινό νου, το βλέμμα του σήμερα σε μια ιστορία του παρελθόντος, ένας παρατηρητής των τεκταινόμενων του παρελθόντος και παρόντος. Ενώ, αντίθετα, είναι η ηλικιωμένη γυναίκα, η «προσωπική της αμαρτία» και το ακριβό τίμημα που έχει πληρώσει, που βρίσκεται στο κέντρο των πάντων. Αν και στην αφήγηση είναι εμφανές το μέτωπο ενάντια στην καθολική εκκλησία και η προτροπή για αναψηλάφηση του «σκοτεινού» της παρελθόντος, ωστόσο είναι το αποκαθαρμένο από πολιτικούς απόηχους πρόσωπο της πάσχουσας μητέρας, που αναδύεται ως κεντρικό. Και γι’ αυτό όλοι οι συσχετισμοί με την Pietà του Μιχαήλ Άγγελου είναι νόμιμοι και αναμενόμενοι, κυρίως στο μέρος της αφήγησης που αποκαλύπτονται τα σχετικά με τη σεξουαλική ταυτότητα του «χαμένου» γιού και την κατάληξη του -μια γυναίκα που θρηνεί κρατώντας στην αγκαλιά της το σώμα του γιου της. Εντέλει, ό, τι αφηγείται η ταινία είναι μια (;) εκδοχή της μητρότητας, η οποία ανεξάρτητα από το πέρασμα του χρόνου, διατηρεί ανέπαφη τη δύναμη και τη θέρμη των συναισθημάτων της, την ανεκτικότητα της και την ικανότητα της να συγχωρεί...
Δημήτρης Μπάμπας