(Οι γροθιές στην τσέπη)
του Marco Bellocchio
Γυρισμένη το 1965, λίγο πριν το Μάη του 68, η ταινία θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως έκφραση μιας νεανικής δυσαρέσκειας απέναντι στον κυριότερο ιδεολογικό αστικό θεσμό: την οικογένεια. Ωστόσο η ταινία είναι κάτι περισσότερο από μια «πολιτικού» χαρακτήρα επίθεση στην αστική οικογένεια και τις δυσλειτουργίες της.
Η ταινία διαδραματίζεται σε μια αγροικία στην ορεινή Ιταλία – στο Bobbio, πολύ κοντά στην πατρίδα του σκηνοθέτη Piacenza - και στο κέντρο έχει τα μέλη μιας μεγαλοαστικής οικογένειας: τη μητέρα (που είναι τυφλή), το μεγαλύτερο γιο Augusto, τους πάσχοντες από επιληψία αδελφούς του, Alessandro (στο ρόλο ο Lou Castel) και Leone, και τέλος την αδελφή τους Giulia. Η οικογένεια τελεί σε κατάσταση διαρκούς πένθους: ο πατέρας έχει αποβιώσει και η οικογένεια συχνά, με προεξάρχουσα τη μητέρα, επισκέπτεται τον τάφο του. Αν κάτι προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των μελών είναι οι εντάσεις, η ανία, ένα κλίμα υποβόσκουσας δυσαρέσκειας που διαπερνά όλα τα μέλη της, και τέλος μια πολύ σαφή αίσθηση νοσηρότητας. Ταυτόχρονα, η οικογένεια μοιάζει ως ένα πεδίο μάχης και συγκρούσεων: οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών είναι διαρκώς τεταμένες και οι μεταξύ τους συγκρούσεις συχνά βίαιες.
Ο δραματικός χώρος -η αγροικία και κατ’ επέκταση η οικογένεια- είναι περίκλειστος και γι’ αυτό τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν ως να είναι παγιδευμένα, φυλακισμένα. Το έλλειμμα της οικογένειας είναι η κοινωνικότητα, η απουσία εξωτερικών σχέσεων. Υπάρχει μια εσωστρέφεια των μελών της, μια τάση να εστιάζουν στις μεταξύ τους σχέσεις, να περιστρέφονται γύρω απ΄ αυτές. Ωστόσο είναι μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός Augusto που φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση της κατάστασης και είναι ο μοναδικός που επιχειρεί να αποδράσει. Παρόλα αυτά η αφήγηση παρακολουθεί τον «κακό» της οικογένειας, τον Alessandro, στο πως αυτός αντιδρά απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση και εντέλει το πώς αποδιαρθρώνει, διαλύει και καταστρέφει την οικογένεια.
Αυτό το θέμα, αυτός ο δραματικός χώρος και παρόμοια πρόσωπα έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί στο σινεμά ως αφορμές για μια κριτική στο θεσμό της οικογένειας και τις νοσηρές δυναμικές του: πιο πρόσφατο παράδειγμα ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Κυνόδοντας. Εδώ όμως η σκηνοθετική οπτική εστιάζει στη ψυχολογία των προσώπων -εξάλλου αυτό θα είναι το χαρακτηριστικό που σημαδεύει τον Marco Bellocchio σ΄ όλη τη σκηνοθετική του διαδρομή: αρνείται το μανιχαϊσμό, το δίπολο καλού- κακού και σχεδιάζει για τα τέσσερα νεαρά μέλη της οικογένειας πορτραίτα, περίπλοκα στις ψυχολογικές τους παραμέτρους. Σχεδιάζει πορτραίτα γεμάτα αντιφάσεις και έντονες εσωτερικές συγκρούσεις, πρόσωπα που ζουν τις τρικυμίες και τις θύελλες της ψυχής τους. Η οργή που χαρακτηρίζει και κινητοποιεί τον «κακό» της οικογένειας. τον Alessandro, δεν είναι μόνο «πολιτικού» χαρακτήρα –η εξέγερση απέναντι σε μια δομή που τον καταπνίγει – αλλά μια ψυχολογικής τάξης αντίδραση. Είναι ένα πρόσωπο βασανισμένο, θύτης αλλά και θύμα ταυτόχρονα: ένα πρόσωπο τραγικό. Και γι’ αυτό στη σχεδίαση του χαρακτήρα η συμβολή του Lou Castel είναι κάτι παραπάνω από καθοριστική.
Είναι αυτό το χαρακτηριστικό -ο ψυχολογισμός της- που απομακρύνει την ταινία απο τις πολιτικές της παραδηλώσεις και την κάνει επίκαιρη σήμερα: το I Pugni in tasca θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι και ένα είδος ταινίας τρόμου, ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ. Και σ’ αυτή την περίπτωση, στην ατμόσφαιρα της ταινίας, καθοριστική συμβολή έχει η εξαιρετική και απόκοσμη στο χαρακτήρα της, μουσική του Ennio Morricone….
Δημήτρης Μπάμπας