του Lars von Trier
nymphomaniac-2.jpg

Ο τίτλος είναι επί τούτου προκλητικός και ως εκ τούτου οιονεί παραπλανητικός. Στην ταινία η Τζο διευκρινίζει: “Η νυμφομανία συνήθως αναφέρεται (κάτι σαν ασθένεια) σε μια γυναίκα που δεν χορταίνει το σεξ. Εγώ το βλέπω (βιώνω) αλλιώς. Σαν να βιώνω όλες μαζί τις σεξουαλικές εμπειρίες που θα μπορούσε να ζήσει κανείς. Κι έτσι είναι σαν όλα αυτά τα χρόνια να είχα μόνο έναν εραστή”.
Η Τζο περιγράφει ότι σε κάποια στιγμή μαζί με μια παρέα κοριτσιών είχαν ιδεολογικοποιήσει το σεξ χωρίς όρια σαν “αγώνα για το ελεύθερο πήδημα και το δικαίωμα στην καύλα”. Ο ακροατής της τη ρωτάει: “Αγώνα ενάντια σε τι;” Κι αυτή απαντάει, καθώς βλέπουμε μια βιτρίνα με ροζ τούλια και τούρτες γάμου: “Ενάντια στον έρωτα που μας έχει επιβληθεί” (σαν ιδανικό, εννοεί). Και συμπληρώνει: “Σε κάθε εκατό εγκλήματα στο όνομα του έρωτα αντιστοιχεί μόνο ένα έγκλημα στο όνομα του σεξ”.
Μήπως λοιπόν το πλαίσιο αναδρομικής αφήγησης μιας νυμφομανούς και η εξέλιξη των flash back στην ταινία είναι μάλλον αντιστικτικές επιλογές, στις πιο παραδεκτές συμβάσεις/στερεότυπα; Το παραδεκτό (για την “πολιτική ορθότητα”) στερεότυπο θα ήταν η Τζο να είχε βρεθεί στην αρχή της ταινίας χτυπημένη στον ακάλυπτο με την υπόνοια ότι υπήρξε θύμα κακοποίησης από κάποιον ή κάποιους κακούς και όχι να παραδέχεται “εγώ φταίω” και μετά να λέει “είμαι κακό άτομο”. Το παραδεκτό στην πρώτη αφήγηση θα ήταν, κάποιος ενήλικας, ίσως και ο πατέρας, να εκμεταλλεύτηκε με κάποιον τρόπο την πρώιμη σεξουαλικότητά της  και όχι να διασκεδάζει από τα 6 - 7 της χρόνια την ανακάλυψη της γενετήσιας ηδονής και να την απολαμβάνει τρίβοντας το σώμα της στα βρεγμένα πλακάκια του μπάνιου μαζί με την συνομήλικη  φίλη της. Το στερεότυπο θα ήταν, στην εφηβεία της να χάσει την παρθενιά της από κάποιον άγαρμπο νεαρό που την προσέγγισε και όχι να τον επισκέπτεται απρόσκλητη και να τον ρωτάει αδιάφορα αν έχει πρόβλημα να χάσει την παρθενιά της μαζί του... nymphomaniac-poster.jpgΤο στερεότυπο θα ήταν, ενώ την πέφτει σε διάφορους στο τρένο, κάπου να μπλέξει και όχι αυτή να τους  πιέζει εκμεταλλεύομενη τη σεξουαλική της δύναμη και τη δική τους αδυναμία να αντισταθούν... κ.ο.κ.
Μήπως θα πρέπει να αναρωτηθούμε και για το αν και κατά πόσο οι εμπειρίες που περι-γράφει /εικονογραφεί /δραματοποιεί με την αφήγησή της η Τζο συνέβησαν έτσι πραγματικά στη ζωή της και δεν είναι παρά διασκευές ή και επινοήσεις, παίρνοντας κάθε φορά σαν βάση/αφορμή κάποιες προσωπικές αναφορές του ακροατή/συνομιλητή της, ως προς τις οποίες αναφορές μοιάζει να θέτει σαν αντίστοιχα παραδείγματα/μεταφορές τις ιστορίες της -όπως όταν καταλαβαίνει το πάθος του για το ψάρεμα του και του αφηγείται πώς άρχισε η ίδια να ψαρεύει άντρες στο τρένο- για να του κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και να τον παραπλανεί, να τον πείθει, να “παραθυμιάζει”; (Θυμήσου πώς στοιχειοθετεί τον μύθο του Κάιζερ Σόζε στην ταινία «Συνήθεις ύποπτοι» ο αφηγητής Κέβιν Σπέισι!) Πόσες και ποιες από τις περιπέτειες της «Οδύσσειας» τις έζησε ο ήρωας Οδυσσέας και ποιες επινόησε ο δεινός αφηγητής Οδυσσέας;
Μήπως το σεξ ως εικόνα και θέαμα λειτουργεί σαν αντιπερισπασμός; Όταν η Τζο στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Παραλήρημα» ομολογεί στον ακροατή των αφηγήσεων της πως όταν ο αγαπημένος της πατέρας, στον οποίο στάθηκε δίπλα όλες τις δύσκολες ώρες στο νοσοκομείο, πέθανε τελικά, δεν ένιωσε κανένα συναίσθημα (εννοώντας τη θλίψη που θα έπρεπε να νιώσει) και συμπληρώνει “ένιωσα όμως μούσκεμα”, ενώ βλέπουμε ταυτόχρονα σε μια εικόνα/πλάνο μια σταγόνα να κατεβαίνει από το εσωτερικό του γυμνού μηρού της... κι εμείς παρασυρμένοι από την πρώτη εντύπωση και από τα λόγια του συνομιλητή της που προσπαθεί δικαιολογήσει το συμβάν λέγοντας ότι “πολλές φορές νιώθουμε σεξουαλική διέγερση μετά από μια κρίση” δεν αντιλαμβανόμαστε το ποιητικό παράδοξο που αποτελεί, σαν μεταφορά, η εικόνα με τη σταγόνα: Το μουνί που δακρύζει. Διότι, εδώ που τα λέμε, αυτό, το μουνί, αποτελεί το κέντρο ύπαρξης (ακόμα και των πιο πηγαίων συναισθημάτων) της νεαρής Τζο. Κι εξάλλου, αν το σκεφτεί κανείς, τα κολπικά υγρά είναι κολλώδη και δεν θα έρρε ποτέ από αυτά έτσι μια καθαρή σταγόνα... Εκτός κι αν επρόκειτο για σταγόνα ιδρώτα -αλλά όχι, δεν είναι, η Τζο το λέει και το εννοεί ότι κύλησε μέσα από το αιδοίο της που έχει υγρανθεί, άρα είναι (του μουνιού της) δάκρυ... Σαν μια σωματική, αυθεντική ένδειξη/έκφραση του πένθους της! Δεν είναι καταπληκτικό! Τι άλλο είναι η τέχνη, στις πιο εμπνευσμένες στιγμές της, παρά μια πρωτότυπη, όμορφη μεταφορά που μορφοποιείται ποιητικά σε μια/σαν μια παράδοξη κυριολεξία; 
Αν κάποιος δεν αντιληφθεί την αίσθηση του χιούμορ και της ειρωνείας που διατρέχει όλη την ταινία, έχει χάσει την ταινία. Η οποία ναι, είναι πολύ πιο ελαφριά απ' ό,τι φαίνεται και οι φιλοσοφικές αναγωγές, αλλά και οι ηθικολογικές και αριθμολογικές (ακολουθία Φιμπονάτσι) και οι μουσικολογικές της αναγωγές, είναι ειρωνικές αναφορές σαν μια σύγχρονη "φιλοσοφία του μπουντουάρ".
nymphomaniac-1.jpgΚαι ναι, η ταινία απογοητεύει όσους περίμεναν (λόγω μάρκετινγκ) να δουν ένα χορταστικό πορνογράφημα ή ένα έργο τέχνης. Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι ένα σύγχρονο και αποδομημένο «Δεκαήμερο του Βοκακίου» μόνο που αντί για 10 ημέρες είναι μοιρασμένο σε 8 κεφάλαια χωρισμένα σε 2 μέρη (όπως ο Ταραντίνο μας πούλησε την διασκεδαστική "πορνογραφία" της υπερβολικής, σουρεάλ βίας στο «Kill Bill»).
Είδα για δεύτερη φορά την ταινία, χωρίς την προσδοκία της πρώτης φοράς ότι θα δω "καλλιτεχνικό σκληρό πορνό". Είναι καταπληκτική, ήδη κλασική, για 2η και 3η και βάλε θέαση/ανάγνωση. Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η κυρία Η» η σουρεάλ σκηνή - πράξη με την Ούμα Θέρμαν είναι μια αριστουργηματική, κωμική μεν αλλά χωρίς να παύει να είναι ταυτόχρονα και δραματική, διπλής όψης/κόψης, σαν μια αυτοτελής ταινία μικρού μήκους που ο Μπουνιουέλ θα της έβγαζε το καπέλο. Το επόμενο δε κεφάλαιο με τίτλο «Παραλήρημα» με τον πατέρα στο νοσοκομείο είναι μια εκπληκτική αποκορύφωση, χωρίς καμιά σεξουαλική “παρεκτροπή”, που λειτουργεί σαν αντίστιξη (όπως η μουσική στον Μπαχ) στα υπόλοιπα επεισόδια του έργου, καθώς δείχνει πώς το ανθρώπινο σώμα καταρρέει στην αρρώστια σπαράζοντας, σ' ένα τρομώδες ντελίριο, που μοιάζει με αρνητικό οργασμό, δε ένα “τρύπτυχο” εικόνων στο οποίο ο ζωγράφος Φράνσις Μπέικον θα κατέθετε με θαυμασμό το πινέλο του...
Εντάξει, μην τα παίρνετε και πολύ σοβαρά όλα αυτά.. παρά μόνο σαν μεταφορά. Είναι μια δική μου ερμηνεία. Μια απόκριση που την προκαλεί -ας πούμε- η απορία κι ένας αυθόρμητος, ιδιότροπος θαυμασμός;
Τι άλλο να πω! Θα την ξαναδώ.

Σωτήρης Ζήκος
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.