(Αγαπώντας, πίνοντας και τραγουδώντας)
του Alain Resnais
Υπακούοντας στους κανόνες και τους τύπους μιας ανάλαφρης στο πνεύμα μπουλβουάρ κωμωδίας, η ταινία του Alain Resnais είναι, ως συνήθως, κάτι παραπάνω από ό,τι δείχνει.
Η αφήγηση της ταινίας διαδραματίζεται στην αγγλική επαρχία και στο κέντρο της έχει τρεις γυναίκες, οι οποίες έχουν προ πολλού διανύσει την πρώτη τους νεότητα. Το διαφιλονικούμενο πρόσωπο είναι ο σύζυγος της μίας και πρώην ή επίδοξος εραστής των δυο άλλων. Πάσχον, όμως από μια σοβαρή ασθένεια και μη έχοντας μεγάλο χρόνο ζωής, το πρόσωπο αυτό θα παραμείνει αόρατο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Έτσι ό,τι βλέπει ο θεατής είναι τρεις γυναίκες να αγωνίζονται να κερδίσουν την εύνοια τους μελλοντικού εκλιπόντα. Παράλληλα, εκτός των τριών γυναικών στο στόχαστρο της αφήγησης τίθενται και οι ερωτικοί σύντροφοι τους.
Τα παιχνίδια του έρωτα στη μέση ηλικία, ένα πνεύμα ειρωνικό και συνχά σαρκαστικό, τα πάθη και οι δυναμικές της ερωτικής επιθυμίας στην εποχή της εμμηνόπαυσης: αυτά βρίσκονται στο κέντρο.
Βασισμένος στο θεατρικό έργο του άγγλου Alan Ayckbourn, Life of Riley –η τρίτη συνεργασία τους μετά τα Smoking/No Smoking (1994) και Cœurs (Private Fears in Public Places) (2006)– ο Alain Resnais σ’ αυτήν την ταινία του παρουσιάζει σε πλήρη έκταση την καλά κρυμμένη αγγλοφιλία του. Έχοντας σε κεντρικούς ρόλους μια ομάδα των γάλλων ηθοποιών -Sabine Azéma, Sandrine Kiberlain, Caroline Sihol, André Dussollier, Hippolyte Girardot, Michel Vuillermoz- και κινηματογραφώντας με τρόπο μαγευτικό την βρετανική ύπαιθρο, ο Resnais αποτίει καταρχάς ένα φόρο τιμής σ’ ένα τρόπο ζωής: αυτών των μεσοαστών της βρετανικής επαρχίας, όπως τουλάχιστον τον απεικόνισε ο Alan Ayckbourn στα μπουλβουάρ του. Και εδώ υπάρχει ένα είδος αντίφασης -μια βρετανικότητα εκφραζόμενη στη γαλλική γλώσσα, ένα βλέμμα γαλλικό πάνω σε πρόσωπα και τόπους ακραία βρετανικούς. Μια αντίφαση λοιπόν, που διατρέχει όλη την ταινία –σκηνοθεσία, ερμηνευτική των ηθοποιών- και η οποία παράγει εξόχως απολαυστικά για τον θεατή ειρωνικά πολιτιστικά συμφραζόμενα.
Ο Resnais τοποθετεί όλο τα έργο μέσα στο στούντιο, με τα σκηνικά εμφανώς θεατρικά (ζωγραφισμένες επιφάνειες) και ενθέτοντας ενδιάμεσα της δράσης τις λήψεις της αγγλικής υπαίθρου. Όπως είναι προφανές, μια τέτοια σκηνοθετική διαχείριση, βαθύτατα θεατρική στον πυρήνα της, φέρνει στο κέντρο της προσοχής καταρχάς την ερμηνευτική των ηθοποιών. Ωστόσο είναι οι κινήσεις της κινηματογραφικής κάμερας που διασπούν τη θεατρικότητα, είναι η διαρκής εναλλαγή του θεατρικού σκηνικού με το μαγευτικό τοπίο, που υπενθυμίζουν διαρκώς στον θεατή πως ό,τι βλέπει είναι η τέχνη ενός μεγάλου μάστορα του σινεμά στα καλύτερα του…
Δημήτρης Μπάμπας