(Inbetween Worlds)
της Feo Aladag
Μια φιλόδοξη παραγωγή που πραγματεύεται το επίμαχο για τους Γερμανούς ζήτημα της στρατιωτικής παρουσίας τους σε εμπόλεμες περιοχές, έχοντας στον πυρήνα της μια ασυνήθιστη φιλία. Αυτήν ενός γερμανού διοικητή με έναν άπειρο αλλά ευέλικτο αφγανό διερμηνέα. Ο Jesper αναλαμβάνει εκ νέου υπηρεσία στην εμπόλεμη ζώνη του Αφγανιστάν. Αποστολή του να προστατεύσει με τους άντρες της μονάδας του ένα μικρό χωριό από τις επιθέσεις των Ταλιμπάν. Ένας ντόπιος νεαρός , ο Tarik, αναλαμβάνει δίπλα του το ρόλο του διερμηνέα. Με τη βοήθεια του ο γερμανός στρατιώτης- ο οποίος κουβαλάει ήδη ένα μεταπολεμικό τραύμα- θα προσπαθήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της τοπικής κοινότητας και να γεφυρώσει τις διαφορές ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν του «ειρηνευτικού» γερμανικού στρατού και τον άλλον των εχθρικών Αφγανών συμμάχων τους. Όταν τεθεί μπροστά σε ένα φοβερό δίλημμα, θα βρεθεί εγκλωβισμένος ανάμεσα στη φωνή της συνείδησης και το στρατιωτικό καθήκον. Παράλληλα και ο νεαρός βοηθός του θα υποστεί τις συνέπειες της ανίερης συνεργασίας τους με τον πιο δραματικό τρόπο.
Μετά το «When we leave» (2010) η Feo Aladag επανέρχεται με μια ταινία που κινείται στον ίδιο χώρο των πολιτισμικών συγκρούσεων, αν και εξωτερικά διαθέτει το μέγεθος και τη δυναμική μιας καλογυρισμένης «πολεμικής» ταινίας. Το ερώτημα που διατρέχει την ταινία είναι «πώς μπορείς να χτίσεις γέφυρες σε μια κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα;». Οι γέφυρες εξάλλου, ως σταθερό σημείο αναφοράς, αποτελούν και για τους πληγέντες τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας. Ενώ όμως η ταινία φαίνεται από την αρχή προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση, εστιάζοντας την προσοχή της σε δύο ανδρικούς χαρακτήρες που διαπνέονται από τον ίδιο κατά κάποιο τρόπο αντιπολεμικό «ιδεαλισμό», σταδιακά χάνει το ενδιαφέρον της και αποδυναμώνεται ως προς τη δραματική ένταση. Κι αυτό γιατί προσπαθεί σε υπερβολικό βαθμό και με σχηματικό τρόπο να διατηρήσει ένα αίσθημα δικαίου και πολιτικής ορθότητας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Υπάρχει μια προσπάθεια εξίσωσης και ισότιμης παρουσίασης στην ταινία. Οι κεντρικοί ήρωες είναι το ίδιο συμπαθείς. (Αν και αρχικά ο νεαρός Αφγανός κερδίζει κατά πολύ τις εντυπώσεις). Το παρελθόν τους έχει το ίδιο βάρος. Οι γερμανοί στρατιώτες κάτω από τα τεράστια και σύγχρονης τεχνολογίας όπλα τους κρύβουν μια ευαίσθητη καρδιά. Από την άλλη και οι Αφγανοί αισθάνονται να απειλούνται από την ξένη εισβολή στη χώρα τους. Η σκηνοθέτιδα θέλει να χωρέσει πολλά κι αυτό φαίνεται να είναι το μεγάλο πρόβλημα. Τις γυναίκες που υφίστανται προσβολές όταν μορφώνονται, τις αγνές προθέσεις των γερμανών γιγάντων, το απάνθρωπο στρατιωτικό πρωτόκολλο, την αγριότητα αλλά και τη δικαιολογημένη καχυποψία των ντόπιων. Και μέσα σε αυτά μια δραματική σύγκρουση, που συγκινεί αλλά όχι σε βάθος.
Ίσως το δυνατότερο σημείο της ταινίας να είναι τελικά οι στιγμές που ο κινηματογραφικός φακός της Judith Kaufmann δραπετεύει από τα πρόσωπα και ανοίγεται στο επιβλητικό τοπίο. Αυτά τα μεγάλα φωτεινά πλάνα, που συχνά συνοδεύονται από την έντονη συναισθηματική φόρτιση της σκηνής συνιστούν και το αυθεντικότερο κομμάτι της ταινίας.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]