του Guillaume Brac
tonnerre.jpg

Ένας μουσικός, στην ηλικία των 30, ο Maxime (το ρόλο υποδύεται ο Vincent Macaigne), που επιστρέφει στο χωριό απ’ όπου κατάγεται, για ανασυγκρότηση και έμπνευση, συναντά την Melodie (το ρόλο υποδύεται η Solène Rigot), μια νεαρή δημοσιογράφο του τοπικού τύπου. Ο έρωτας δεν θα αργήσει να ανθίσει, αλλά η εξέλιξη δεν θα είναι η αναμενόμενη για τον νεαρό άνδρα: θα βιώσει τις σφοδρές απογοητεύσεις και τις πίκρες της ερωτικής εγκατάλειψης…
Επικεντρωμένη πάνω στο πρόσωπο του άνδρα, η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στο συναισθηματικό του τοπίο: οι αδυναμίες, οι αδεξιότητες, οι αμηχανίες και οι ανασφάλειες είναι κεντρικά στοιχεία σ’ αυτό. Γι’ αυτό και στην ερωτική του σχέση με την Melodie αυτός είναι ο αδύναμος κρίκος. Με εκκίνηση τόνους φωτεινούς –καθώς ο ήρωας ζει τις ευδαιμονίες του έρωτα- και έχοντας αργότερα σκοτεινούς τους τόνους και τα χρώματα, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μιας ερωτική περιπέτεια για τα βάσανα, τα πάθη και τις αγωνίες του έρωτα, από τη οπτική ενός άνδρα.
Αφηγούμενος την ιστορία με ύφος νατουραλιστικό, ο σκηνοθέτης δεν κρύβει τις επιρροές του από το σινεμά του Robert Guédiguian: πολύ συχνά φλερτάρει με τα στοιχεία ενός ηθογραφικού σινεμά, αλλά και του μελοδράματος. Με φόντο το χειμερινό τοπίο στην ομώνυμη του τίτλου περιοχή, σκιαγραφεί το ανδρικό συναισθηματικό σύμπαν –προσδοκίες, ελπίδες, απογοητεύεις- σε κατάσταση ερωτικού πάθους: κάτι όχι ιδιαίτερα συχνό στο σημερινό τοπίο του σινεμά. Είναι η συναισθηματική δικαίωση που αναζητά ο ήρωας μετά το χωρισμό, είναι προσπάθεια να κατανοήσει το πώς αλλάζουν, πως μεταβάλλονται τα συναισθήματα μιας γυναίκας, είναι τέλος η προσπάθεια του να συμφιλιωθεί με την απόρριψη: τα προηγούμενα που βρίσκονται στο κέντρο της δραματικής πλοκής.

Δημήτρης Μπάμπας