(Ο τελευταίος των αδίκων)
του Claude Lanzmann
Τελευταίο μέρος μιας επικής στις διαστάσεις καταγραφής –αυτής που τεκμηρίωσε το έρεβος του 20ου αιώνα, τη γενοκτονία των εβραίων από τους ναζί-, το ντοκιμαντέρ του γάλλου δημιουργού είναι παράλληλα και μια εντυπωσιακή στις διαστάσεις τοιχογραφία ενός κόσμου που προ πολλού έχει χαθεί.
Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι ο Benjamin Murmelstein, ραβίνος, ένα εξέχον μέλος της εβραϊκής κοινότητας της Βιέννης, ο οποίος είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο μοναδικός επιζών από τους «Πρεσβύτερους» που διοικούσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τους τόπους αφανισμού του ναζιστικού δολοφονικού μηχανισμού. Ο Benjamin Murmelstein υπήρξε όχι μόνο ο «πρεσβύτερος» της «λουτρόπολης»-γκέτο Theresienstadt, πόλη σταθμός στις διαδρομές εκτοπισμού χιλιάδων εβραίων, αλλά και ο ακούσιος συνεργάτης του διαβόητου Adolf Eichmann, η δίκη του οποίου από το δικαστήριο του Ισραήλ, προκάλεσε τη συγγραφή του μνημειώδους έργου Η κοινοτοπία του κακού της Hannah Arendt. Και ακριβώς λόγω του ρόλου ως συνεργάτη των ναζί, υπήρξε ο Benjamin Murmelstein ένα πρόσωπο ηθικά αμφιλεγόμενο και κοινωνικά απόβλητο.
Στο ντοκιμαντέρ διαπλέκονται πολλαπλοί αφηγηματικοί χρόνοι. Ο πρώτος είναι αυτός της συνέντευξης του σκηνοθέτη με τον Benjamin Murmelstein, που προφανώς διεξάγεται στα πλαίσια της ερευνάς του για την ταινία Shoah –ο χρόνος είναι τέλη της δεκαετίας του 60 και ο τόπος η Ρώμη, όπου ο Claude Lanzmann συναντά τον 70χρονο απόβλητο. Ο δεύτερος αφηγηματικός χρόνος, που διαρκώς εναλλάσσεται με τον προηγούμενο, είναι το παρόν, όταν ο 70χρονος πλέον Claude Lanzmann αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία για ακόμα μια φορά, αυτή την φορά με αφορμή τη συνέντευξή του με τον Murmelstein. Επισκέψεις σε τόπους ασήμαντους σήμερα: σε άδειους σιδηροδρομικούς σταθμούς, έρημους δρόμους επαρχιακών πόλεων της Κεντρικής Ευρώπης -είναι οι βαριές μνήμες, τα ίχνη της βαρβαρότητας που ανεξίτηλα χαράσσονται από τον αφηγηματικό λόγο του Lanzmann στις εικόνες του σήμερα. Και ο τρίτος αφηγηματικός χρόνος, που διαρκώς εισβάλλει στο παρόν ή στο χρονικό σημείο της συνέντευξης, είναι το τότε, σκοτεινό και ερεβώδες, τα χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας: μοναδικές εικόνες εδώ τα σκίτσα-απεικονίσεις της ζοφερής ζωής στο Theresienstadt με δημιουργούς τους "κατοίκους" του. Επιπλέον όμως υπάρχει και μια ακαθόριστη παρουσία: είναι οι σκιές όλων αυτών των ανώνυμων προσώπων που ταπεινώθηκαν, βασανίστηκαν, χάθηκαν στις εσχατιές της Κεντρικής Ευρώπης, της ναζιστικής «Ανατολής» που κρύβονται στο μισόφωτο των πλάνων …
Μέσα από αυτή τη διαπλοκή των αφηγηματικών χρόνων καταγράφεται καταρχήν για ακόμα μια φορά -μετά τις ταινίες του σκηνοθέτη Shoah, Sobibor, October 14, 1943, 4 P.M., The Karski Report- η μηχανή του κακού, ο ορθολογισμός της, η βαρβαρότητα της, το αποτρόπαιο των πράξεων της. Αυτή τη φορά, ο τόνος της αφήγησης του Lanzmann είναι αναμφισβήτητα προσωπικός -είναι η κόπωση του αφηγητή που διακρίνει κάποιος. Μια κόπωση που φέρνει το πέρασμα των χρόνων, ή η σχεδόν εμμονική ενασχόληση με το θέμα; Όποια και αν είναι η απάντηση αυτή μοιάζει να είναι αδιάφορη.
Παράλληλα, όμως, σχεδιάζεται ένα πορτραίτο αυτής της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, του οποίου το λογοτεχνικό ανάλογο είναι ο Σάντσο Πάντσα, ο σύντροφος του Δον Κιχώτη: το ειρωνικό του ύφος, το πρακτικό του πνεύμα, ή ο κυνισμός του όπως κάποιοι θα πουν, είναι ο λόγος της επιβίωσης του. Χαρισματικός ομιλητής, όπως παραδέχεται ο σκηνοθέτης, ο Murmelstein φαίνεται να στοιχειώνει το παρόν του Lanzmann. Είναι το βάρος των 70 χρόνων; το πέρασμα του ορίου όπου ο χρόνος της ζωής μοιάζει ως ένα προνόμιο, ένα χάρισμα της τύχης και όχι ως ένα αυτονόητο δικαίωμα; Αυτό αναγνωρίζει ο Lanzmann ως τον κοινό του τόπο με τον Murmelstein;
Εντέλει αυτό που καταγράφεται στο ντοκιμαντέρ είναι ένα προσωπικό βλέμμα στο χειρισμό του "θέματος": είναι μια απροσδόκητη οικειότητα, ανάμεσα σ’ αυτόν απηνή καταγραφέα της ναζιστικής βαρβαρότητας και τον παρία του σύγχρονου εβραϊσμού του οποίου η επιβίωση υπήρξε δηλωτική μιας αθέατης ενοχής, που αναγνωρίζουμε. Όταν, στο τέλος, τα δύο πρόσωπα, ο τότε νεαρός σκηνοθέτης και 70χρονος συνεντευξιαζόμενος, στρέφουν την πλάτη στο φακό και απομακρύνονται κάποιος δεν μπορεί παρά να σκεφτεί το τέλος της ταινίας Casablanca: “ I think this is the beginning of a beautiful friendship”…
Δημήτρης Μπάμπας