του Ηλία Γιαννακάκη
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Η ταινία ξεκινά και από την πρώτη κιόλας στιγμή βλέπουμε την ηρωίδα, τη Χαρά (το ρόλο υποδύεται η Αμαλία Μουτούση σ.τ.ε.), να προχωρά στην πιο ακραία παραβατική συμπεριφορά. Αρπάζει ένα νεογέννητο από το μαιευτήριο. Αποφασίζει ότι έχει δικαίωμα να έχει ένα μωρό κι ας μην είναι δικό της.
Διαπράττει τη μεγαλύτερη ύβρη. Τα βάζει με το ιδανικό της μητρότητας, που σε κάθε κοινωνία, αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη ευαισθησία. Περνά μαζί του δύο μέρες οι οποίες παράγουν τέτοιο συναισθηματικό φορτίο, ικανό να κρατήσει για μια ολόκληρη ζωή. Κι όταν βρεθεί αντιμέτωπη με τον άνθρωπο που επιχειρεί να της πάρει το μωρό, δεν διστάζει να τον σκοτώσει. Είναι ακριβώς το σημείο όπου θεμελιώνει ένα ουσιαστικό δικαίωμα μάνας, σε σχέση με το μωρό, καθώς του σώζει τη ζωή. Του έδωσε ζωή, όπως ακριβώς και η αληθινή του μάνα.
Από τη στιγμή που τη συλλαμβάνουν, στη συνέχεια, δεν έχει κανένα νόημα για εκείνη να υπερασπισθεί τον εαυτό της. Εκτός της αρπαγής του μωρού, κατηγορείται για το φόνο του άντρα και για προμελετημένο σχέδιο απαγωγής του μωρού σε συνεργασία με το θύμα.
Από τη μία βρίσκεται η κοινωνία, που πολύ φυσιολογικά στέκεται στο πλευρό της αληθινής μητέρας, οι παράγοντες της Δίκης, οι αστυνομικοί ανακριτές και οι ένορκοι, που ουσιαστικά την έχουν καταδικάσει από την αρχή. Και από την άλλη η ίδια η Χαρά, που δεν συμμετέχει στη διαδικασία, καθώς δεν φαίνεται να αναγνωρίζει σε κανέναν το δικαίωμα να κρίνει το συναίσθημά της. Τη σχέση της μ’ αυτό το μωρό. Το δικαίωμά της ν’ αγαπήσει. Να δώσει και να πάρει χαρά.
Ενδιαμέσως, τρία πρόσωπα. Η μάνα της Χαράς, προσπαθεί, μάταια, να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της. Ο περιπατητής που είχε κάνει τάμα επειδή σώθηκε το νεογέννητο μωρό του, δείχνει να την καταλαβαίνει, ίσως επειδή της μοιάζει. Αλλά φαντάζει κι αυτός κάπως αλλόκοτος στους παράγοντες της Δίκης.
Ο δικηγόρος, αν και αρχικά αδιάφορος απέναντί της, σταδιακά κινητοποιείται για να τη σώσει και ουσιαστικά να την καταλάβει. Όμως εκείνη παραμένει στο δικό της μήκος κύματος. Και χωρίς να είναι ψυχικά διαταραγμένη όπως άλλωστε καταθέτει ο ψυχίατρος, αλλά διαπιστώνει και ο θεατής, όταν τη βλέπουμε στο κελί της με ένα παιδικό χιούμορ να «σχολιάζει» τα τεκταινόμενα στη Δίκη.
Στο πρόσωπο της Χαράς αποκτά νόημα ένας κόσμος φαινομενικά ολότελα ξένος για μας. Λειτουργώντας διαισθητικά, ταρακουνά τις βεβαιότητές μας, υψώνοντας ένα ανάστημα σχεδόν επαναστατικό. Δε νοιάζεται αν θα της ρίξουν ισόβια. Δε νοιάζεται αν θα βγει ολότελα χαμένη. Το συναίσθημα που βίωσε ερχόμενη σε τόσο στενή επαφή με το μωρό, της δίνει ζωή ακόμα κι αν την περάσει ολόκληρη στους τέσσερις τοίχους της φυλακής. Είναι ακριβώς αυτή η απολυτότητά της, η διαισθητική προσήλωση στο συναίσθημά της, που την καθιστά αλλόκοτη αλλά και συναρπαστική.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)