του Nikita Mikhalkov
mixanika-piana.jpg

Ρωσία, αρχές του 20ου  αιώνα. Μια όμορφη καλοκαιρινή ημέρα, η Άννα Πετρόβνα, χήρα στρατηγού, καλεί στο εξοχικό της τον γαμπρό της και την κόρη της, Σοφία Γιεγκόροβνα, κάποιους γείτονες γαιοκτήμονες, ένα γιατρό και τον δάσκαλο, Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Πλατόνωφ. Ο Μιχαήλ είναι παντρεμένος με τη Σάσενκα και ζει μια ήρεμη ζωή. Σ’ αυτό το κάλεσμα ξανασυναντά ύστερα από χρόνια τη Σοφία, που υπήρξε ο μεγάλος νεανικός του έρωτας και το παρελθόν ξαναζωντανεύει καθώς αρχίζουν να ανασκαλίζουν τις αναμνήσεις τους για τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους, που τερματίστηκε άδοξα. Παντρεμένοι τώρα και οι δύο, και με τους συζύγους τους παρόντες στο εξοχικό, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναπολούν τις ωραίες τους στιγμές. Όταν όμως, στη διάρκεια της γιορτής, ο Πλατόνωφ εξομολογείται στη Σοφία ότι το παλιό του ερωτικό πάθος δεν έχει σβήσει, εκείνη, παρορμητικά, του προτείνει να εγκαταλείψουν  τα πάντα και να φύγουν  μαζί. Μια κρίσιμη και καθόλου εύκολη απόφαση που απειλεί να καταστρέψει τα πάντα και να έχει τραγικές συνέπειες.    
Τα Μηχανικά πιάνα, τρίτη ταινία του Νικήτα  Μιχαλκωφ,  είναι η  κινηματογραφική μεταφορά του Πλατόνωφ, ενός νεανικού θεατρικού έργου του Τσέχωφ, που  ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας έγραψε το 1881 και το οποίο βρέθηκε στα χειρόγραφά του, μετά το θάνατό του. Πρόκειται για την πρώτη (από τις τρεις) αναμετρήσεις του σκηνοθέτη με το έργο του ρώσου δραματουργού. Ο Μιχάλκοφ μάς μεταφέρει στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτυπώνοντας με μεγάλη ευαισθησία και ακρίβεια την χαρακτηριστική τσεχωφική ατμόσφαιρα σκιαγραφώντας τέλεια το ιστορικό πλαίσιο: την παρακμιακή προεπαναστατική αριστοκρατία  μιας  εποχής που νομοτελειακά βαδίζει προς το τέλος της, καθώς δεν μπορεί να αντισταθεί στον επερχόμενο εκσυγχρονισμό που έρχεται από το μέλλον. Ο Μιχάλκοφ χρησιμοποιώντας και στοιχεία από άλλα έργα του Τσέχωφ (κυρίως τα διηγήματα), διεισδύει  στον πυρήνα της προβληματικής του: τα όνειρα για μια άλλη ζωή  που  δεν εκπληρώθηκαν, οι ελπίδες που  διαψεύστηκαν, το κενό που παραμονεύει στο κέντρο της ύπαρξης, η θλίψη για το εφήμερο της ζωής και το παροδικό των ανθρώπινων πραγμάτων και κυρίως,  το άπιαστο πουλί του έρωτα και το ανέφικτο της ευτυχίας.  Ισορροπώντας την ταινία ανάμεσα στην ειρωνεία, στην μελαγχολία, στην νοσταλγία, στη φάρσα, στη χαρά και στη λύπη, συλλαμβάνει με επιτυχία αυτήν την μοναδική και ιδιάζουσα αίσθηση της «ποίησης της καθημερινότητας» του Τσέχωφ. Η ταινία γυρισμένη εξ ολοκλήρου  σ’ ένα τυπικό τσεχωφικό περιβάλλον -μια αγροικία δίπλα σε μια μικρή λίμνη, απομονωμένη από τη γύρω περιοχή- και βασισμένη στέρεα στις ερμηνείες όλων των ηθοποιών, θεωρείται μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές του κόσμου του Τσέχωφ στην μεγάλη οθόνη.
 (Μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, Βραβείο David di Donatello)

(πηγή δελτίο τύπου)