του Pier Paolo Pasolini
κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη
(...) Η εισβολή του Τέρενς Στάμπ / Terence Stamp-που έρχεται απ’ το μυθικό άγνωστο για να καταλήξει στο ίδιο –στην μιλανέζικη μεγαλοαστική οικογένεια, η οποία αποτελείται απ’ τον πατέρα (Μάσσιμο Τζιρόττι/ Massimo Girotti), την μητέρα (Συλβάνα Μανγκάνο/ Silvana Mangano), έναν γιο (Αντρέ-Ζοζέ Κρύτς), μια κόρη (Άννα Βιαζέμσκι/ Anne Wiazemsky) και μια υπηρέτρια (Λάουρα Μπέττι/ Laura Betti) έχει σαν συνέπεια αυτή η «άγια»οικογένεια να διαλυθεί στα συστατικά της στοιχεία –μονάδες. Ο εξολοθρευτής άγγελος Τέρενς Στάμπ γονιμοποιεί τους πάντες (κοιμάται μ’ όλους, αρσενικούς και θηλυκούς) με τον δικό του υπέρτατο μύθο της ομορφιάς και της αγιότητας. Κι’ έτσι τους κάνει ν’ αποχτήσουν συνείδηση της πλήρους δυστυχίας τους. Διότι η φορμαλιστική αστική ηθική δημιουργούσε έναν άνετο κομφορμισμό.
Το ηθικό σκάνδαλο που είναι δυνατόν να προκαλέσει η ταινία έγκειται στο ότι μέλη της οικογένειας γίνονται δυστυχή εξαιτίας ενός καλού: Ο Τέρενς Στάμπ έχει κατά νου -και κάνει- μόνο το καλό, αλλά αυτό λειτουργεί αντίστροφα γιατί ανήκει σ' έναν ηθικό κώδικα σχεδόν παγανιστικό. Όντας μη συμβατικό καταστρέφει την εντελώς συμβατική αστική «καλοσύνη». Και, δεδομένου ότι ο ηθικός κώδικας των ηρώων της ταινίας είναι ο ίδιος με τον ηθικό κώδικα του θεατή, ο τελευταίος είναι φυσικό να νοιώθει ομοιοπαθής και να δυσφορεί. Διότι φοβάται πως εξαιτίας της απόλυτης καλοσύνης, αγιότητας και ομορφιάς είναι δυνατόν να πάθει, ό,τι και οι ήρωες της ταινίας: Ο πατέρας χαρίζει το εργοστάσιο στους εργάτες του και παίρνει δρόμο για την έρημο, η μητέρα γίνεται ερασιτέχνις πόρνη, η κόρη βρίσκει καταφύγιο στην υστερία, ο γιος στην τέχνη και η υπηρέτρια στο χωριό της. Με την καταλυτική επενέργεια του Τέρενς Στάμπ (που μπορεί να ‘ναι ένας ζων Χριστός ή άλλος ζωοδότης μύθος) οδηγούνται στην πλήρη απόγνωση. Το «κύτταρο-οικογένεια» εκρήγνυται και κομματιάζεται, χωρίς να μπαίνει στη θέση της καμιά άλλη κοινωνική δομή. Τούτο το κενό αναπληρώνεται απ’ την παζολινική μεταφυσική, ενώ ολόκληρη η προηγούμενη διεργασία είναι μαρξιστική στη βάση της.
Ωστόσο, μέσα απ’ το συντρίμμια αναδύεται μια ελπίδα, αλλά και πάλι ποιητικομεταφυσική: Η υπηρέτρια θάβεται ζωντανή σε μια χωματερή. Ο Παζολίνι θεωρεί τον μοναδικό προλετάριο της ταινίας του σαν τον σπόρο του καινούριου κόσμου που θ’ αναστηθεί κάποτε ακριβώς γιατί υπέφερε πολύ. Το μπέρδεμα χριστιανισμού και μαρξισμού είναι ολοφάνερο. (Η παρουσία του σφυροδρέπανου, διπλού σύμβολου θανάτου και ζωής, κοντά στη χωματερή δεν είναι τυχαία, όπως δεν είναι τυχαία και η αγιοποίηση της υπηρέτριας, πριν απ’ την ταφή).
Είναι φανερό πως η παραπάνω αλληγορία, καθώς κινείται αποκλειστικά στην περιοχή του μυθικού, μπορεί να προκαλέσει μύριες παρανοήσεις, αν θελήσουμε και την ερμηνεύσουμε με όρους αυστηρά κοινωνιολογικούς και ιστορικούς, πράγμα που δεν είναι στις προθέσεις του ποιητή- σκηνοθέτη. Έτσι, οι παπάδες την βράβευσαν με το βραβείο Καθολικού Τύπου στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1968, προκαλώντας την οργή άλλων παπάδων (των περισσότερων) που ήταν λιγότερο διπλωμάτες. Όταν ο δύστυχος Παζολίνι γλίτωσε απ’ τους παπάδες, τον παρέλαβαν οι δικαστές αλλά τελικά τον έσωσε και πάλι ή διπλωματία του ιταλικού κράτους. Όταν γλίτωσε κι απ’ αυτούς, τον παρέλαβαν μερικοί μαρξιστές και τον έστησαν στον τοίχο για ρεβιζιονισμό, οπορτουνισμό κ.λπ. Ας ελπίσουμε πως τελικά θα καταλάβουν πως οι ποιητές έχουν το δικαίωμα να ουρανοβατούν. Και δεδομένου ότι στην καλή ποίηση οι πάντες μπορούν να χώσουν την χερούκλα τους (παπάδες, δικαστές κ.λπ. -άρα και περίπτωση Βάρναλη) καλά θα κάνουν οι μαρξιστές να’ ναι τόσο διπλωμάτες όσο τουλάχιστον και οι καθολικοί παπάδες. Πολύ περισσότερο όταν ο Παζολίνι θέλει τον εαυτό του μαρξιστή. Γιατί πρέπει να του το αρνηθεί, κανείς, αφού μάλιστα κατά το ένα τρίτο είναι όντως; Εκτός απ’ αυτό, ο Παζολίνι διαθέτει και μερικά άλλα προσόντα: μυαλό, ταλέντο και το κυριότερο δεν είναι ταρτούφος. Βέβαια, είναι ένας μαρξιστής με πολλές χριστιανικές μνήμες. Κι ακόμη, τυχαίνει να’ ναι ομοφυλόφιλος. (Ο φροϋδισμός τού χρειάζεται κυρίως για να μην νιώθει ένοχος για τούτο το πάθος). Αλλά αυτές είναι….. λεπτομέρειες!
(αποσπάσματα από κριτική που δημοσιεύθηκε στην εφ. Το Βήμα 28-1-1975)