(Οι εραστές)
του Louis Malle
les-amants.jpg

Ο Λουί Μάλλ/ Louis Malle σκηνοθέτησε την πρώτη ερωτική νύχτα του κινηματογράφου. Οι εραστές/ Les Amants, είναι μια ταινία πάθους -μπορεί να μην είναι αριστούργημα (…) , αλλά είναι ελεύθερη, έξυπνη, με μια απόλυτη διακριτικότητα και ένα τέλειο γούστο: ξετυλίγεται με τον αυθορμητισμό των παλιών ταινιών του Ρενουάρ, δηλαδή δίνει στο θεατή την αίσθηση ότι αποκαλύπτει τα πράγματα ταυτόχρονα με τον σκηνοθέτη και όχι ότι έχει προκαταληφθεί, έχει κυκλωθεί απ’ αυτόν.
Ο έρωτας είναι το θέμα των θεμάτων, και ειδικά στον κινηματογράφο. Ο Λούι Μάλλ πραγματοποίησε την ταινία που όλοι είχαν στην καρδιά τους και ονειρευόντουσαν να πραγματοποιήσουν: τη λεπτομερή ιστορία ενός κεραυνοβόλου έρωτα, τη φλογερή «επαφή δύο επιδερμίδων» που πολύ αργότερα θα εμφανισθεί σαν «η ανταλλαγή δύο καπρίτσιων».
Η σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να αναπαρασταθεί στον κινηματογράφο γιατί υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και στο αφηρημένο, μια ασυνέχεια, δηλαδή, ανάμεσα στην έμπνευση του κινηματογραφιστή και την παρουσίαση της ιδέας του στην οθόνη  -θα ήταν ταυτόχρονα άσχημη και άτεχνη. Αυτό, λοιπόν, που ενδιαφέρει τον κινηματογραφιστή είναι να δείξει με τη μεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια τι συμβαίνει ΠΡΙΝ και ΜΕΤΑ τον έρωτα, δηλαδή τη στιγμή που οι δύο σύντροφοι παρουσιάζονται σε μας, εξ ολοκλήρου ανθρώπινοι, σε μια τέλεια αρμονία ψυχών και σωμάτων. Για χρόνια ολόκληρα, ο γαλλικός κινηματογράφος μας έχει αρνηθεί αυτή την αλήθεια, υποκαθιστώντας την με μια παραπλανητική ελευθεριότητα και μια χυδαία στάση που συνιστούν την επιτυχία του θεάτρου-μπουλβάρ.
Κατά τη διάρκεια όλου του δεύτερου μέρους της ταινίας, όπου η ερωτική πράξη είναι ότι για το «Ριφιφί» η πράξη της κλοπής, η Ζαν Μορώ/ Jeanne Moreau περιφέρεται με το νυχτικό ή και τελείως γυμνή χωρίς κανένα παραπλανητικό εφέ, όπως για παράδειγμα οι γυμνές σιλουέτες που διαγράφεται στο φως, πράγμα που το είχαμε συνηθίσει σ’ όλες τις Μαρτίν Καρόλ/ Martine Carol (σ.τ.ε. γαλλίδα ηθοποιός που κατείχε τη θέση σεξουαλικού συμβόλου τη δεκαετία του ‘50).
Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από ένα ελευθεριάζοντα μύθο του 18ου αιώνα. Το «Δεν υπάρχει αύριο» [Point de Lendemain του Dominique Vivant] που μετασχηματίστηκε εντελώς από το Λουι Μάλλ και την Λουίζ ντέ Βιλμορέν/ Louise de Vilmorin. Από έναν ελαφρύ μύθο ενός κυνικού αιώνα έφτιαξαν την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα στον 20ο αιώνα, ένα είδος «Σύντομης συνάντησης»/ Brief Encounter που το επιμύθιο δεν είναι ούτε ο χωρισμός ούτε η στέψη.
Η σύζυγος αφήνει τον σύζυγο της, τον εραστή της, εγκαταλείπει τη μικρή της κόρη για να βρει τον τέλειο έρωτα: η Εκκλησία δεν θα μπορέσει ποτέ να συγχωρήσει στον Λούι Μάλλ μια τέτοια αντίδραση βασισμένη σε αλυσίδα αμαρτιών. Είναι αδιανόητο.
Πρέπει να καταλάβουμε επίσης τον νεωτερισμό που αυτή η ταινία εισάγει την ιστορία του μεσογειακού μας πολιτισμού.
Τα ήθη μας -περιλαμβανομένων και των εκκλησιαστικών- ανέχτηκαν πάντα τον χαρούμενο ή τραγικό άπιστο με την προϋπόθεση ότι ο σύζυγος ή η σύζυγος επιστρέφει πάλι στη συζυγική εστία απογοητευμένος (ή) και μεταμελημένος (ή) αφού έπεσε θύμα μιας μοιραίας γυναίκας ή ενός γελοίου Απόλλωνα.
Αλλά αυτή η επιμονή και ιδίως θριαμβεύουσα άπιστη των «Εραστών» καταπατά όλους τους κανόνες του παραδοσιακού παιχνιδιού. Αυτοί οι «κακοί» όχι μόνον δεν υποχρεώνονται σε δημόσια μετάνοια αλλά μένουν και ατιμώρητοι.
Τι θ’ απογίνουν οι «Εραστές» έχοντας γνωρίσει την αιωνιότητα του έρωτα: θα συντρίβει γρήγορα αυτή η αιωνιότητα κάτω από το βάρος της καθημερινής ζωής, του χρόνου που κυλάει, των κοινωνικών συνηθειών και συμβάσεων; Λίγο μας ενδιαφέρει. Μας αρκεί ότι η γυναίκα κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέπτη ενός πανδοχείου, συνειδητοποίησε την επιστροφή της στον χρόνο και στον κόσμο.
Αυτό το «ανοιχτό τέλος», αυτή η αναχώρηση για το άγνωστο που αγανακτεί τους νεόπλουτους παντοπώλες, αυτή μας ικανοποιεί.
Η γυναίκα (η κύρια ηρωίδα) γνωρίζει την ευτυχία, μια ευτυχία που δίνει ένα νόημα στη ζωή της, ένα σκοπό ύπαρξης. Μέσα σ’ ένα τρανταχτό ξέσπασμα γέλιου καταλαβαίνει την κενότητα του κόσμου όπου ζούσε. Αύριο μπορεί να ξαναβρεί την παράδοξη σοβαροφάνεια της και όλα να επανέλθουν στην τάξη. Και μετά; Δεν ξεγελιόμαστε για το μετά. Αυτή η ταινία δεν θα ήταν ένα λυρικό ποίημα αν δεν μας άφηνε τίποτα να μαντέψουμε, αν μας εξηγούσε τα πάντα.

(κείμενο που διανεμήθηκε σε προβολή της 11ης Δεκεμβρίου 1980 της Κινηματογραφικής Λέσχης Πατρών)