(Ο μίτος της Αριάδνης)
του Robert Guédiguian
au-fil-d-ariane.jpg

Η 50χρονη κεντρική ηρωίδα, τη μέρα των γενεθλίων της, αισθάνεται εγκαταλειμμένη από τον σύζυγό της και τα παιδιά της. Επιχειρώντας να ξεφύγει απ’ αυτό το δυσάρεστο σκηνικό, ξεκινά μια περιπλάνηση. Στη διάρκεια της θα έρθει σε συνάφεια με πρόσωπα που θα εξάψουν τη φαντασία της. Η πραγματικότητα που ζει η ηρωίδα θα υπονομευθεί…
Ο γνωστός κυρίως για την ταινία του «Les Neiges Du Kilimandjaro (Τα Χιόνια Του Κιλιμάντζαρτο), Robert Guédiguian/ Ρομπέρ Γκεντιγκιάν είναι ένας σημαντικός γάλλος δημιουργός. Το ύφος του ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στο ηθικογραφικό νατουραλισμό και τον κινηματογραφικό λαϊκισμό, χωρίς κάποιες φορές να λείπουν αναφορές στο μαγικό ρεαλισμό, όπως εξάλλου συμβαίνει με αυτήν την ταινία. Οι ήρωες στις ταινίες του είναι πάντα πρόσωπα που ανήκουν στις λαϊκές τάξεις και τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με τα αδιέξοδα –οικονομικά, συναισθηματικά ή άλλα- της ζωής. Παράλληλα, τοποθετώντας τη δράση συνήθως στη Μασσαλία, αυτή την πολυπολιτισμική γαλλική πόλη του νότου, ο Γκεντιγκιάν συλλαμβάνει και απεικονίζει ένα γοητευτικό και γεμάτες αντιθέσεις αστικό σκηνικό, αλλά και δημιουργεί πορτραίτα χαρακτήρων με πρόσωπα που σφύζουν από ζωντάνια. Πάντα όμως στην οπτική του υπάρχει ένας ισχυρός τόνος κοινωνικής κριτικής.
Τη μουσική της ταινίας υπογράφουν οι Gotan Project.

Τα σχόλια του σκηνοθέτη
Ο Robert Guédiguian δηλώνει για την ταινία: "Σ’ αυτή την ταινία, προτείνω στην Αριάν [Ariane Ascaride] «να βγάλει τον κλόουν από μέσα της». Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας που εξαφανίζεται ανήμερα των γενεθλίων της, για να μπει «στη χώρα των θαυμάτων», γνωρίζοντας άλλους ανθρώπους, άλλους κόσμους, ακόμα και μια χελώνα… Έχει απόλυτη ελευθερία. Τσακώνεται μ’ όλο τον κόσμο και ένα λεπτό αργότερα μεταμορφώνεται σ’ έναν άγγελο λέγοντας σ’ όλους: «μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;» Εκείνη επιτρέπει τις υπερβολές του παιχνιδιού, τις γκριμάτσες και τις χειρονομίες, όπως στο τσίρκο. Μπροστά στον οδηγό ταξί κλαίει, όπως ένας κλόουν, και τη βλέπουμε σχεδόν να ξεσπάει σε λυγμούς… Υπερβάλλει, όπως έχει κάνει σε διάφορες σκηνές ταινιών της. Εδώ, όμως, το κάνει όλη την ώρα, μιας και το επιτρέπει η ίδια η ταινία… Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς της ταινίας. Είναι μια ταινία που υπερβάλλει, που είναι παράλογη…"
Και συνεχίζει: "Ήθελα να γυρίσω μια ταινία ανάλαφρη για όλες τις πλευρές της ζωής, αλλά συνειδητοποίησα ότι για να κατασκευάσεις μια «παιχνιδομηχανή», χρειάζεσαι σκαλωσιές, γερανούς, ρευματοδότες, μεντεσέδες, σωλήνες, με λίγα λόγια, μηχανήματα. Γράψαμε σκεφτόμενοι ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο. Πολύ γρήγορα, το παιχνίδι είχε να κάνει με την ανακάλυψη στιγμών που θα ψυχαγωγούσαν, θα έκαναν πράγματα που δεν έχουν κάνει ποτέ. Στην πραγματικότητα, πρέπει να προσθέσουμε ότι όλα αυτά έγιναν εφικτά, γιατί σήμερα έχω πολύ περισσότερα μέσα στη διάθεσή μου απ’ ό,τι παλιότερα… Υπάρχουν πράγματα που πάντα μου άρεσαν και που δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω στο παρελθόν, που έχουν να κάνουν με το θέαμα. Μου αρέσει το θέαμα, όπως λέμε «το μεγάλο θέαμα»! Η χαρά είναι μεγάλη όταν επινοούμε όλοι μαζί ένα ναυάγιο, μια καταιγίδα, κάτι ανάμεσα σε φυσική και θεατρική καταιγίδα και που θα είναι η δική μας καταιγίδα ή όταν γυρίζουμε μια σκηνή σε μιούζικ χολ, όπως αυτή, στο τέλος της ταινίας, όπου ζητήσαμε από τους Gotan Project να κάνουν μια προσαρμογή του «Comme on Fait son Lit, on se Couche» των Κουρτ Βάιλ/Μπέρτολτ Μπρεχτ."
Αναφερόμενος στις τρεις ταινίες- μύθους που έχει γυρίσει -«L’Argent fait le Bonheur», «Marius et Jeannette» και «A l’Attaque!»-, ο Robert Guédiguian επισημαίνει: "Οι μύθοι στηρίχτηκαν πάνω σε μια «ηθική» ή ένα «σύνθημα» που βρισκόταν στα αρχικά σενάρια… Όλα έπρεπε να οδηγήσουν προς την ίδια απόφαση, όλα έπρεπε να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση ώστε οι ταινίες να αποτελέσουν παράδειγμα αυτής της ηθικής. Η συγκεκριμένη ταινία έχει να κάνει με το όνειρο, με την «ανοησία». Παρά το γεγονός αυτό, διακρίνω σήμερα ότι το όνειρο αυτό αποτελεί και μια πρόσκληση να ανακαλύψουμε εκ νέου μια αδελφότητα που θα είναι παγκόσμια. Οι αδελφότητες που υπάρχουν σήμερα, δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτό. Είναι κοινωνικές, θρησκευτικές, γεωγραφικές, πολιτισμικές. Συνεχίζω να σκέφτομαι ότι για να υπάρξει μια νέα τάξη πραγμάτων, πρέπει να ονειρευόμαστε".
Σχετικά με τις αναφορές (κινηματογραφικές και όχι), ο Robert Guédiguian δηλώνει: "Αποτίω φόρο τιμής σε όλους αυτούς που ανέκαθεν μετρούσα στη ζωή μου: τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, με το πρώτο κείμενο που διαβάζει ο Τζακ (Ζακ Μπουντέ), που υπενθυμίζει την αναγκαιότητα των μύθων και των εθίμων, τον Αντόν Τσέχωφ, με το δεύτερο κείμενο, που μιλάει για την αιώνια ομορφιά του κόσμου που υπήρχε πριν από εμάς και θα συνεχίσει να υπάρχει, μετά από εμάς. Αποτίνω φόρο τιμής στον Αραγκόν και στον Ζαν Φερά. «Que Serais-Je Sans Toi», είναι ένα τραγούδι που με συγκίνησε βαθύτατα μικρό, δέκα χρονών, και που συνεχίζει να με συγκινεί… Όταν φέρνω στο νου μου τους «Νεκρούς Χωρίς Τάφο», το μυαλό μου τρέχει αμέσως στον Ζαν Πολ Σαρτρ. (...)
Ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής στο πολύ ελεύθερο και παλιό σινεμά, για το οποίο δεν είχα ποτέ σοβαρά την ευκαιρία να μιλήσω, στο παρελθόν: σκέφτομαι το «Drôle de Drame», του Καρνέ-Πρεβέρ, για παράδειγμα… Κι έπειτα γίνεται ειδική μνεία στο «Ζούσε τη Ζωή της», του Ζαν Λικ Γκοντάρ ή στον Ζαν Φερά να τραγουδάει «Ma Môme, Cabaret» του Μπομπ Φος, μέσα από τα κοστούμια της Αναΐς Ντεμουστιέ που επαναλαμβάνει και στο θέατρο, φυσικά στον Φεντερίκο Φελίνι και στο «Dolce Vita», με τη σκηνή στο σιντριβάνι, στον Πιέρ Πάολο Παζολίνι και το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» με τους «προσκυνητές» του που καταφθάνουν στα νησιά Φριούλι και το «Πουλιά Παλιόπουλα», όπου υπήρχε ένα κοράκι που μιλούσε, αν και στη δική μου ταινία, είναι μια χελώνα…"
Σκηνοθεσία: Ρομπέρ Γκεντιγκιάν
Ηθοποιοί: Μαριάν Ασκαρίντ, Ζεράρ Μεϊλάν, Ζαν Πιέρ Νταρουσέν, Ζακ Μπουντέ, Λόλα Νέιμαρκ, Άντριεν Τζόλιβετ

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή. επιμέλεια Σ.)