Γερμανία, 1912 , λίγο πριν το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φρίντριχ που κατάγεται από μια φτωχή οικογένεια, έχει μόλις αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο με πτυχίο μηχανικού. Βρίσκει απασχόληση σε ένα χαλυβουργείο και έχοντας κερδίζει την εύνοια του ιδιοκτήτη γρήγορα παίρνει προαγωγή. Όμως η συνάντηση του με την Λότε , την κατά πολύ νεότερη γυναίκα του ιδιοκτήτη, θα πυροδοτήσει μια έκρηξη συναισθημάτων…
Η αφήγηση επικεντρώνεται στα δύο κεντρικά πρόσωπα και τα συναισθήματα που αυτοί τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Χρησιμοποιώντας το λόγο ως ένα όπλο για τις δραματικές συγκρούσεις -μια εμμονή του σκηνοθέτη γνωστή από την ταινία του Ridicule-, ο σκηνοθέτης περιγράφει ένα δύσκολο, ανομολόγητο έρωτα που αναπτύσσεται σ’ ένα περιβάλλον αφιλόξενο και εχθρικό. Είναι η εποχή και η κοινωνική διαστρωμάτωση που θέτουν τα εμπόδια, που εμποδίζουν τα αισθήματα να αναπτυχθούν…
Η μουσική της ταινίας είναι του γνωστού γάλλο-λιβανέζου συνθέτη Gabriel Yared (The English Patient). Το σενάριο βασίζεται στο μυθιστόρημα Ταξίδι στο παρελθόν (εκδ. Μεταίχμιο) του αυστριακού συγγραφέα Stefan Zweig/ Στέφαν Τσβάιχ.
Σκηνοθεσία: Πατρίς Λεκόντ
Ηθοποιοί: Ρεμπέκα Χολ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Άλαν Ρίκμαν
Σ.
Το σημείωμα του σκηνοθέτη
Πρόκειται για μια στοιχειωτική, έντονα συναισθηματική ταινία.
Στοιχειωτική, γιατί ο φωτισμός, τα σκηνικά, ο τρόπος κινηματογράφισης, ο ρυθμός, όλα μεταφέρουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ιλιγγιώδη συναισθήματα της ιστορίας. Η προβληματισμένη γοητεία μιας ταινίας προέρχεται από τη διευθέτηση των σκηνικών και των αντικειμένων στο χώρο.
Έντονη, γιατί το μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ είναι ένα θαύμα της συνοπτικότητας- λες και ο συγγραφέας αποφάσισε να ξεφορτωθεί οτιδήποτε δεν τροφοδοτούσε άμεσα την ιστορία και το συναίσθημα που αυτή μας μεταφέρει. Η προσαρμογή του σεναρίου, που γράψαμε μαζί με το Ζερόμ Τονέρε, σέβεται την επιθυμία να παραμείνει στα απολύτως απαραίτητα.
Συναισθηματική, γιατί γι’αυτό πρόκειται εξάλλου: την επιθυμία ενός εραστή. Να αγαπάς χωρίς να γνωρίζεις αν υπάρχει περίπτωση να αγαπηθείς κι εσύ. Να ονειρεύεσαι χωρίς να μπορείς να εκφράσεις τα όνειρα σου. Να το κρατάς μυστικό, αλλά να σε κρατά ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα. Το μυθιστόρημα του Τσβάιχ θέτει ένα μεγαλειώδες ερώτημα: αντέχει η επιθυμία ενός εραστή στο πέρασμα του χρόνου;
Καθώς προσεγγίζω την ταινία, γνωρίζω πως η προσοχή μου θα κινητοποιείται από «τα μικρά τίποτα που μας οδηγούν».
Κάτι ακόμη πολύ σημαντικό, είναι η επιλογή της γλώσσας. Θα ήταν χαζό να γυρίσω την ταινία στα Γαλλικά, καθώς η ιστορία αφορά τη Γερμανική πραγματικότητα σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (την απαρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου). Για λίγο, σκέφτηκα από σεβασμό προς το Τσβάιχ, να γύριζα την ταινία στα Γερμανικά. Αλλά εκτός του ότι δε μιλούσα τη γλώσσα, δε θα ήταν παράλογο για ένα Γάλλο σκηνοθέτη να γυρίσει στα Γερμανικά μια ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Τσβάιχ;
Με τη σύμφωνη γνώμη και των παραγωγών, αποφασίσαμε να γυρίσουμε την ταινία στα Αγγλικά , μια γλώσσα που επιτρέπει στον Αντώνιο να λέει «Σ’αγαπώ» στην Κλεοπάτρα, και το Φρόυντ να χαιρετά το Γιουνγκ με ένα «Τι κάνεις;», χωρίς να αφήνει κανέναν έκπληκτο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)