Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Jesse, ένας 16χρονος που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ: Θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα -την δολοφονία του φίλου του σ΄ ένα εμπορικό κέντρο από μια παρέα συνομηλίκων του- και θα προσπαθήσει να συνδιαλεχθεί με τα παρεπόμενα της. Όντας ο μοναδικός μάρτυρας, ο νεαρός ήρωας θα τεθεί κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της παρέας του: θα του ζητηθούν ευθύνες για το ότι δεν προστάτευσε τον φίλο του. Και κάποιες φορές, θα αντιμετωπίσει την άλλοτε καλυμμένη και άλλοτε όχι, αμφισβήτηση και εχθρότητα.
Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί τον ήρωα και την παρέα του καθώς περιπλανιούνται στην πόλη. Κεντρικό στοιχείο για τη σκηνοθεσία είναι το γεγονός ότι αυτοί είναι φανατικοί των ποδηλάτων BMX -μια ευθεία αναφορά στην ταινία Paranoid Park (Gus Van Sant, 2007). Ο σκηνοθέτης, συνεπικουρούμενος από τον διευθυντή φωτογραφίας και συν-παραγωγό του Nicolas Karakatsanis ("Rundskop"), παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την ομάδα των νεαρών καθώς ασκούνται στο σπορ. Η χορευτική χάρη στις κινήσεις των νεανικών σωμάτων και των ποδηλάτων και οι ιμπρεσσιονιστικές, στο ύφος, εικόνες βρίσκονται στο κέντρο και μοιάζουν να συνιστούν την «raison d'être» της ταινίας. Οι αφηγηματικοί ρυθμοί είναι αργοί, κάτι που επιτρέπει τα συναισθήματα του ήρωα (και του θεατή) να αναπτύσσονται αργά –αργά και να αποκτούν βάρος και υπόσταση μέσα στην εικόνα. Καθώς ο διάλογος είναι ελάχιστος, όλη η έμφαση δίδεται στην εικόνα.
Η τεχνική κινηματογράφησης και επεξεργασίας της εικόνας απομακρύνει την ταινία από την επικράτεια του νατουραλισμού και του ωμού ρεαλισμού. Εικόνες θολές, χωρίς εστιακό βάθος, εικόνες από κάμερες παρακολούθησης χωρίς ευκρίνεια, θραύσματα και αντανακλάσεις από τις οθόνες του υπολογιστή, αλλά και κυρίως οι άλλες εικόνες, αυτές που κινηματογραφούνται από τον Nicolas Karakatsanis, είτε με φιλμ στα 65mm είτε με την ψηφιακή Arri Alexa, στην αναλογία 4:3: αυτές οι εικόνες είναι που βυθίζουν τον θεατή (και τον ήρωα) μέσα στο σκοτεινό σύννεφο των συναισθημάτων του πένθους και της θλίψης. Και αυτή η σκηνοθετική οπτική συνεπικουρείται από μια ανάλογη διαχείριση του ήχου: παραμορφωμένοι και αλλοιωμένοι ήχοι και θόρυβοι, θραύσματα και απόηχοι από ήχους του περιβάλλοντος -καμία ακριβής ηχητική αποτύπωση-, όλα αυτά δημιουργούν το ηχητικό σύμπαν της ταινίας. Αυτοί οι ήχοι, οι παρηχήσεις και οι συνηχήσεις συνιστούν μια άκρως υποκειμενική και ανάλογη της οπτικής, ακουστική εμπειρία: είναι το αδιαπέραστο ηχητικό παραπέτασμα της μελαγχολίας που παραβιάζουμε ως θεατές.
Ό,τι εν τέλει κινηματογραφεί, ή μάλλον για την ακρίβεια και κατά κυριολεξία, ό,τι σκιαγραφεί ο σκηνοθέτης είναι μια μακρά και συναισθηματικά επίπονη διαδικασία πένθους που τελείται με φόντο τη νεότητα.
Δημήτρης Μπάμπας