του Michelangelo Antonioni
κείμενο του Κωστή Σκαλιόρα
Αυτή τη φορά δεν χρειάζονται ρητορικές προφυλάξεις. Η «Νύχτα» του Αντονιόνι/ Michelangelo Antonioni είναι, χωρίς αμφιβολία, μια από τις μεγάλες ταινίες της τελευταίας δεκαετίας. Δεν είναι τόσο η τελειότητα της μορφής που προκαλεί το εγκώμιο, όσο η διαπίστωση ότι με μια τέτοια σκηνοθετική αντίληψη κατακτάται μια νέα περιοχή για λογαριασμό του κινηματογράφου. Ο Αντονιόνι μετατοπίζει τα όρια της κινηματογραφικής εκφράσεως, όπως είδαμε να το κάνει και ο Αλαίν Ρεναί. Είναι κρίμα που, περνώντας από τους μαιάνδρους της εμπορικής εκμετάλλευσης, η «Νύχτα» έφθασε στην Αθήνα πριν από την «Περιπέτεια», την προγενέστερη ταινία του Αντονιόνι που είχε βραβευτεί στο Φεστιβάλ των Κανών του 1960, μέσα στις αποδοκιμασίες του κοσμικού κοινού και στον ομόφωνο θαυμασμό της κριτικής. Αν η χρονολογική σειρά είχε γίνει σεβαστή, ο θεατής θα μπορούσε να παρακολουθήσει διαδοχικά την «ηρωική» και την «θριαμβευτική» φάση της απόπειρας του Αντονιόνι να μεταφέρει στον κινηματογράφο την αφηγηματική ευλυγισία του μυθιστορήματος. Πεπεισμένος ότι ο νεορεαλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μόνο στρεφόμενος προς το εσωτερικό κόσμο, ο Ιταλός σκηνοθέτης μεταχειρίστηκε την κινηματογραφική μηχανή για να εξιχνίαση τους ανθρώπους, να συλλάβει τον υποκειμενικό χρόνο, περιφρονώντας την συνηθισμένη δραματική διάρθρωση.
Ο κινηματογράφος, με το πρόσχημα της αποτελεσματικότητας, έχει εδραιώσει το σύστημα, ορισμένες συμβάσεις, αλλά «ότι είναι αλήθεια από τούτη τη μεριά των Πυρηναίων είναι σφάλμα από την άλλη». Η περίφημη ελλειπτικότητα της κινηματογραφικής γλώσσας, που αποζητάμε με πάθος όταν βλέπουμε λ.χ. ελληνικές ταινίες δεν είναι μόνο αρετή. Είναι και φραγμός. Η άγνοια της κάνει τα έργα φλύαρα, μαλθακά. Η εσκεμμένη της όμως κατάργηση μπορεί να απελευθερώσει ένα στοιχείο καθηλωμένο ως τότε: το χρόνο, που έρχεται να προστεθεί στις εκφραστικές δυνατότητες του σκηνοθέτη. Αυτό το κατάφερε ο Αντονιόνι. Και το χρησιμοποίησε στα δύο τελευταία του έργα για να περιγράψει το φυλλορρόημα των συναισθημάτων που είναι κατά τη γνώμη του εύθραυστα τρωτά, κάτι παραπάνω: άρρωστα γιατί είναι απροσάρμοστα στις απαιτήσεις μιας νέας εποχής που διατηρεί ακόμα τις πάμπολλες ηθικές δοξασίες.
Οι «ήρωες» της «Νύχτας» ζουν, σε διαφορετικά επίπεδα συνειδήσεως, το δράμα αυτής της αντίφασης. Η στάση της γυναίκας είναι νηφάλια, η στάση του άντρα είναι «συμβιβαστική». Ύστερα από δέκα χρόνια γάμου, η τρυφερότητα που τους δένει παύει να έχει και για τους δύο, όχι την ίδια σημασία, αλλά την ίδια αξία. Μπροστά σ’ αυτό το συμπέρασμα η γυναίκα δεν αισθάνεται περιθώρια για αυταπάτες και παραχωρήσεις. Είναι η δυνατή. Ο Αντονιόνι αφήνει υποτίθεται μια μικρή χαραματιά για να χωρέσει λίγη αισιοδοξία σε μια συγκλονιστική έκβαση. Ο θεατής όμως θα ήταν δικαιολογημένος να μην την διακρίνει. Στο βάθος, το μόνο πράγμα που μπορεί να αναιρέσει ως ένα σημείο την απαισιοδοξία –χωρίς να μειώσει αναγκαστικά και τη μελαγχολία- είναι η γενναιότητα αυτής της γυναίκας. Άλλα, όπως και να το κάνουμε, το καταστάλαγμα είναι φαρμάκι.
Ο Αντονιόνι διάλεξε για πλαίσιο της ιστορίας του το Μιλάνο των διανοούμενων και των εκατομμυριούχων. Το κάθε τι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έχει τη θέση του, συντείνει στην ολοκλήρωση της εικόνας ενός κόσμου. Από τη γύμνια των μοντέρνων κτιρίων ως τις αλλεπάλληλες υπομνήσεις της σύγχρονης εποχής που περικυκλώνουν την ηρωίδα στο ατέλειωτο σεργιάνισμά της μέσα στην πόλη. Από τον κύκλο των φιλολογικών κοκτέιλ ως την στιλπνή πολυτέλεια των επαύλεων, όπου οι κομπάρσοι παύουν από μια στιγμή κι έπειτα να παίζουν το ρόλο της ανώδυνης διακόσμησης για να φανερώσουν την κενότητα ή την ευτέλεια μιας ορισμένης ζωής και όπου οι πρωταγωνιστές περνούν από την κλίμακα της αόριστης ανησυχίας στην κλίμακα του βιωμένου δράματος. Οι ηθοποιοί οδηγημένοι με αξιοθαύμαστο τρόπο από τον Αντονιόνι μοιράζονται κάτι από την απαράμιλλη διαύγεια της σκηνοθεσίας του. Ποτέ η Ζαν Μορώ/ Jeanne Moreau, δεν ήταν συγκλονιστική με τόση αυτοκυριαρχία. Ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι/ Marcello Mastroianni υποδύεται με την λιτότητα που απαιτεί ο ρόλος, τον διανοούμενο που σταματάει στο σκεπτικισμό και δεν φθάνει ως την νηφαλιότητα. Πλάσμα της νύχτας, η Μόνικα Βίττι/ Monica Vitti ενσαρκώνει με μια αναντικατάστατη γοητεία το αινιγματικότερο πρόσωπο της ιστορίας. Η έξοχη φωτογραφία είναι του Τζιάννι ντι Βενάντστο και η μουσική του Τζιόρτζιο Γκασλίνι.
Κωστής Σκαλιόρας
[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα, 14-11-1961.
Στη μορφή που δημοσιεύεται έχουν ληφθεί υπ’ όψη οι διορθώσεις του συγγραφέα.
Το κείμενο ανέσυρε από τη λήθη ο κριτικός κινηματογράφου Αχιλλέας Ντελλής.]