του Karel Reisz
κείμενο του Κωστή Σκαλιόρα
saturday-night-and-sunday-morning.jpg

Η προτρέχουσα φήμη ήταν δικαιολογημένη. Όσοι μίλησαν για αναγέννηση του αγγλικού κινηματογράφου δεν είχαν άδικο. Πυκνή χωρίς σχηματικότητα, πρωτότυπη χωρίς επιτήδευση, δυνατή χωρίς κατάχρηση της δραματικής υποβολής, η ταινία Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί/ Saturday Night and Sunday Morning φθάνει στην ουσία από τον απλούστερο δρόμο, εκείνον που βρίσκει μόνο όποιος δεν καταδέχεται τους εύκολους θριάμβους.
Διασκευάζοντας για τον κινηματογράφο το ομώνυμο μυθιστόρημα του, ο Άλλαν Σίλτοου/ Alan Sillitoe, προσέφερε στον σκηνοθέτη Κάρελ Ράις/ Karel Reisz μια ρωμαλέα και διεισδυτική ιστορία, όπου ο κεντρικός ήρωας είναι –πράγμα πρωτάκουστο για αγγλικά έργα- εργάτης. Για μια φορά, το εργατικό περιβάλλον περιγράφεται με μια παρατηρητικότητα νηφάλια, δίχως προκαταλήψεις, είτε ευνοϊκές, είτε όχι. Η ατομικότητα των προσώπων δεν θυσιάζεται, η διαφοροποίηση δεν είναι προσχεδιασμένη. Αν υπάρχουν αντιφάσεις στους χαρακτήρες, είναι αυτές που βγαίνουν από τα γεγονότα κι όχι από τη λοξή ματιά του σεναριογράφου ή του σκηνοθέτη. Δεν είναι περιφρόνηση της σαφήνειας, δεν είναι φόβος της αλήθειας, είναι σεβασμός της πραγματικότητας.
Αυτός ο νέος εργάτης ο Άρθουρ Σήτον, μορφή διεκδικητική, αλλά όχι στρατευμένη, που ξέρει κυρίως τι δεν θέλει, περιμένοντας να μάθη τι θέλει, είναι συγχρόνως, ένα κοινωνιολογικό δεδομένο και ένας άνθρωπος που σφύζει από ζωή. Ανήκει σε μια κατηγορία σε μια χώρα και σε μια εποχή, όπου το πρόβλημα έπαψε να είναι η εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής αμοιβής και αφορά περισσότερο έναν τρόπο ζωής. Η «άνεση» είναι για τον Άρθουρ Σήτον μια ανάγκη και μια απειλή. Σκορπάει τα λεφτά του όπως προκαλεί επεισόδια, παρακινημένος από τον τρόμο μιας ψυχικής παραιτήσεως που διαπιστώνει λ.χ. στους γονείς του. «Ταραξίας» απεχθάνεται την ομαδική δράση. Η επαναστατικότητα του είναι πιο κοντά σ’ έναν ακαταστάλαχτο αναρχισμό δίχως πολιτική έκφραση. Αλληλέγγυος με τους κατατρεγμένους, δεν πολυνοιάζεται για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας του. Εραστής μιας παντρεμένης γυναίκας, την ευθύνη που του δημιουργεί αυτή η σχέση. Και το τέλος μας αφήνει να προβλέψουμε ότι θα παντρευτεί μια γυναίκα που ονειρεύεται να γίνει μικροαστή. Παρηγορείται όμως με την ιδέα ότι ο ίδιος δεν θα πάψει «να πετάει πέτρες».
Ο Κάρελ Ράις γύρισε την ταινία με μια αμεσότητα που αποκλείει κάθε εκζήτηση. Ευλύγιστος και ακριβής, ο φακός δεν παρασύρεται σε ανώφελα σχέδια. Σημαδεύει πάντα στο κέντρο του στόχου. Το πράγμα φαίνεται απλό. Δεν είναι. Η φρεσκάδα της ματιάς δεν οφείλεται εδώ στο σπασμωδικό κυνηγητό της πρωτοτυπίας, αλλά στην πρωτοτυπία της αυθεντικότητας που απελευθερώνεται από τις συμβάσεις και δεν αιχμαλωτίζεται από τον μανιερισμό. Ο ίδιος χαρακτηρισμός ταιριάζει και στην εκπληκτική ερμηνεία του Άλμπερτ Φίννεϋ/ Albert Finney που με την πρώτη του κιόλας εμφάνιση παίρνει τη θέση ενός νέου Τσάρλς Λώτον. Από τους άλλους ηθοποιούς, όλους εξαίρετους, πρέπει να αναφέρουμε ιδιαίτερα την Ράσελ Ρόμπερτς/ Rachel Roberts που είναι συγκλονιστική στον ρόλο της Μπρέντα.

Κωστής Σκαλιόρας

[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα, 23-1-1962.
Στη μορφή που δημοσιεύεται έχουν ληφθεί υπ’ όψη οι διορθώσεις του συγγραφέα.
Το κείμενο ανέσυρε από τη λήθη ο κριτικός κινηματογράφου Αχιλλέας Ντελλής.]