του Federico Fellini
κείμενο του Κωστή Σκαλιόρα
Όταν παίχτηκε η «Γλυκειά ζωή» είχαμε αναρωτηθεί ποίος θα μπορούσε να είναι ο επόμενος σταθμός του Φελλίνι/ Federico Fellini. Με την ταινία εκείνη έμοιαζε να φτάνει στις ακραίες δυνατότητες ενός είδους και ενός ύφους. Αισθανόμαστε πως κάτι ήταν έτοιμο να διαρραγεί. Ο ρηχός γιγαντισμός του «Βοκάκκιου» -που δεν είχε προβληθεί στην Ελλάδα- ήρθε, αμέσως μετά, να ενισχύσει του φόβους. Τι συνέβαινε; Μήπως ο Φελλίνι δεν είχε πια τίποτε άλλο να πει; Αυτό είναι το ερώτημα που μπορούμε να θέσουμε στον νέο του έργο, το : 8 ½. Και η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε είναι πως αυτό που κινδύνευε να γίνει κομμάτια- αν δεν έγινε-ήταν ο ίδιος ο Φελλίνι.
Αυτοβιογραφία με αμέτρητες ονειρικές αποδράσεις, η ταινία αρχίζει με την παρουσίαση ενός ανθρώπου που ασφυκτιά μέσα σ’ έναν κόσμο που τον κοιτάει να πνίγεται με μια παγερή αδιαφορία. Τι θα κάνει αυτός ο άρρωστος για να σωθεί; Θ’ ακολουθήσει, που λεν, μια «θεραπεία». Θα πάει να πιει τον νερό μιας «ιαματικής πηγής». Στην εξωπραγματική ατμόσφαιρα των μεγάλων ξενοδοχείων και των θερμών λουτρών θα παρελάσουν όλες οι αιτίες των παθών του από τον εργοδότη με την εμπνέουσα ανεκτικότητα ως τις κωμικοτραγικές ερωμένες, κι από την αίσθηση της πνευματικής χρεοκοπίας ως την ανάδυση των παιδικών τραυμάτων. Η αυτοκριτική το φτάνει ή στον εμπαιγμό των αδυναμιών του ή στην αναγνώριση της ηθικής του δειλίας. Αλλά η παραδοχή της ατομικής ευθύνης δεν τον λυτρώνει ποτέ από τη μνησικακία. Ο στεγνός έλεγχος που ασκεί απέναντι του ο «διανοούμενος» συνεργάτης του-με επιχειρήματα που είναι συχνά καίρια και που πάνε να προλάβουν τις κριτικές της ταινίας- γεμίζει πάντα τον φελλινικό ήρωα με αηδία. Και η ματιά που ρίχνει στο περιβάλλον του δεν έχει έλεος.
Ο θεατής μπορεί να χάση την υπομονή του βλέποντας να περνάν μπροστά του- σαν να ήταν ένα λεύκωμα της φθοράς- αναρίθμητα πρόσωπα, διαλεγμένα όλα με εκπληκτική ευστοχία, αλλά που φαίνονται να ‘χουν για προορισμό την αδιάκοπη μετάθεση του «θέματος». Αν σκεφθεί όμως, θα καταλάβει πως αυτή η ταινία, που μοιάζει σκαλισμένη στα πρόσωπα, εκφράζει τη σκέψη κάποιου που δεν καταφέρνει να δώσει νόημα στη ζωή. Και τι άλλο είναι ένας ακυβέρνητο μυαλό, παρά ένα περιπλανώμενο βλέμμα; Τι άλλο είναι ένας αδέσποτος άνθρωπος παρά ένα μάτι που στέκεται, που σταματάει στα πρόσωπα, στη επιφάνεια; Αυτό που λέμε: βολή, δεν υπάρχει εδώ παρά σαν εισβολή υποσυνείδητου, όχι σαν άσκηση του συνειδητού στοχασμού. Στο χώρο των απωθημένων επιθυμιών ή των θαμμένων αναμνήσεων γυρεύει ο ήρωας του έργου την επαφή με τις κινητήριες δυνάμεις της ζωής, με τη «πηγαία έμπνευση», με την χαμένη αγνότητα. Αλλά τα γυρεύει σαν πράγματα που δικαιούται και που δεν του δόθηκαν, όχι σαν πράγματα που μπορεί να κερδίσει. Υπάρχει σ’ αυτή τη στάση κάτι που είναι μαζί παράπονο και παραίτηση. Και διαισθανόμαστε πως το μόνο συναίσθημα που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο-και που δεν ολοκληρώνεται ίσως ούτε αυτό- είναι ο οίκτος. Στο 8 ½ , που είναι στις καλύτερες στιγμές του ένα ποίημα της ματαιότητας και στις χειρότερες η γελοιογραφία ενός ονείρου, ο Φελλίνι εξομολογείται και καταγγέλλει. Δείχνεται πληγωμένος, τρωτός, με διάθεση εκδικητικότητας και με αποθέματα καλοσύνης που δεν καταφέρουν να αναχαιτίσουν το ακατάσχετο, αντίθετο ρεύμα. Ο άνθρωπος που γνωρίζουμε στην αρχή της ταινίας είναι κάποιος που εξακολουθεί να ζει επειδή δεν έχει το «θάρρος» να αυτοκτονήσει. Προς το τέλος το βρίσκει. Αλλά ο Φελλίνι τον σώζει με μια έκβαση που δεν πείθει, με την επίκληση μιας αγάπης δίχως όρους και με την «ολική» παραδοχή της ζωής. Ίσως αυτό να είναι καμιά φορά το πρώτο στάδιο της ανάρρωσης για τον άρρωστο. Δεν μπορεί όμως να είναι το μυστικό της ανάρρωσης για τον κόσμο.
Το ταλέντο του Φελλίνι θριαμβεύει σ’ αυτήν την ταινία αλλά το πρόβλημα που αναφέραμε στην αρχή μένει ακέραιο. Ο σκηνοθέτης μπόρεσε να κάνει άλλη μια ταινία κομματιάζοντας του εαυτό του και το «ύφος» του. Τι του απομένει;
Ο Μαρτσέλλο Μαστροιάννι/ Marcello Mastroianni είναι γι’ άλλη μια φορά ο αναντικατάστατος φελλινικός ηθοποιός, μέσα σε έκτακτους συμπρωταγωνιστές και κομπάρσους που φωτογράφισε αριστοτεχνικά ο Τζιάννι ντι Βενάντσο/ Gianni Di Venanzo.
[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Το Βήμα.
Στη μορφή που δημοσιεύεται έχουν ληφθεί υπ’ όψη οι διορθώσεις του συγγραφέα.
Το κείμενο ανέσυρε από τη λήθη ο κριτικός κινηματογράφου Αχιλλέας Ντελλής.]