των Jean-Pierre & Luc Dardenne
Η Σάντρα (Μαριόν Κοτιγιάρ/ Marion Cotillard) ζει με την οικογένειά της σε μια γαλλόφωνη πόλη του Βελγίου όπου έχει μια ταπεινή θέση σ’ ένα εργοστάσιο φωτοβολταϊκών.
Ενώ βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια για κατάθλιψη, η νεαρή γυναίκα μαθαίνει πως το αφεντικό της έχει υποβάλλει την εξής μακιαβελική ψηφοφορία στους συναδέλφους της: είτε η Σάντρα θα απολυθεί από την εταιρεία, είτε εκείνοι θα πρέπει να παραιτηθούν από ένα χρηματικό μπόνους χιλίων ευρώ. Οι εργαζόμενοι επιλέγουν ομόφωνα να κρατήσουν το μπόνους τους.
Η ήδη ευάλωτη Σάντρα έρχεται σε απόγνωση, αλλά με την βοήθεια κάποιων συναδέλφων και του συζύγου της, αποφασίζει να πολεμήσει το αποτέλεσμα και καταφέρνει η ψηφοφορία να ξανατεθεί.
Μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο, θα χτυπήσει μία, μία, τις πόρτες των συναδέλφων της, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια λόγια (“Θα ψηφίσεις για μένα;») προσπαθώντας να τους πείσει ότι χρειάζεται τη δουλειά της περισσότερο απ’ότι εκείνοι έχουν ανάγκη το μπόνους τους. Αν καταφέρει να πάρει εννιά ψήφους στους δεκάξι, τότε θα μπορέσει να κρατήσει τη δουλειά της.
Όσο προχωράει η ώρα, τόσο πιο κουρασμένη και απελπισμένη είναι η ηρωίδα, ανίκανη να βγάλει τις λέξεις από το στόμα της. Μέχρι που κατεβάζει ένα ολόκληρο κουτί αγχολυτικών και καταλήγει στο νοσοκομείο.
Στην διάρκεια αυτού του αγώνα, η Σάντρα θα συναντήσει πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα την δοκιμάσουν --θα της φέρουν καινούργιες φιλίες αλλά και μερικές απορρίψεις. Στο τέλος, μπορεί να καταλήγει άνεργη, αλλά αυτό το “ταξίδι μύησης” θα της έχει δώσει τη δύναμη, την αισιοδοξία και την ελπίδα για να αντιμετωπίσει τη ζωή.
Με το “Δύο μέρες, μία νύχτα”/ Deux jours, une nuit, οι αδερφοί Νταρντέν υπογράφουν ένα απλό αλλά τρομερά δυνατό κοινωνικό δράμα που εξευρευνά το θέμα της αλληλεγγύης των εργατών σ’ ένα πλαίσιο οικονομικής κρίσης. Καταφέρνει να μας αγγίξει και αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην εξαιρετικά πειστική ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ στο ρόλο μιάς εργαζόμενης μητέρας που προσπαθεί να επιβιώσει.
της Καρολίνας Δημοπούλου