Ψυχολογικό πορτραίτο ενός έφηβου, η ταινία εστιάζει στην κρυφή και έρπουσα βία που υπονομεύει την κάθε κοινωνία
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσι.»: Ο στίχος του Καβάφη που ανοίγει την ταινία μοιάζει σε μια πρώτη προσέγγιση ανοίκειος με το συνολικό κλίμα της ταινίας. Η αφήγηση εστιάζει σ’ ένα έφηβό, τον Luka, που ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Σερβίας. Το έτος είναι 2008, όταν το Κόσοβο αποσχίστηκε από τη Σερβία ανακηρύσσοντας την ανεξαρτησία του. Ο σκηνοθέτης εστιάζει στη ζωή του ήρωα: η διαλυμένη οικογένεια, οι περιπέτειες του με τη δικαιοσύνη, η χαλαρή σχέση με το σχολείο, οι προσπάθειες του να προσεγγίσει ερωτικά με συμμαθήτρια του, οι διασκεδάσεις στην τοπική ντίσκο, οι ανδρικές συναναστροφές του, το ξόδεμα του χρόνου (σε μια ανπαράσταση των στίχων των Locomondo - "Πίνω Μπάφους Και Παίζω Pro" ). Όμως στο κέντρο της ζωής του βρίσκεται η τοπική ομάδα: ο Luka είναι χούλιγκαν.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει ένα ρεαλιστικό ύφος στην αφήγηση, απόρροια του οποίου είναι και η χρήση ερασιτεχνών ηθοποιών στους κεντρικούς ρόλους: η κάμερα στο χέρι διαρκώς και εκ του σύνεγγυς παρακολουθεί τον ήρωα, συλλαμβάνει τις ανάσες του. Και η αφήγηση συντίθεται από μικρά περιστατικά που σιγά –σιγά συσσωρεύονται: περιστατικά –γεγονότα που όλα συντείνουν στην οικοδόμηση ενός τοίχου γύρω από τον ήρωα: ο ήρωας βρίσκεται σε αδιέξοδο. Όμως είναι κυρίως η διάλυση του κοινωνικού ιστού που είναι καθοριστική: με το Βελιγράδι να παραδίδεται στις ορδές των «Βαρβάρων» μετά από μια διαδήλωση, με τη μητέρα να ασκεί τον εποπτικό της ρόλο καθηλωμένη μπροστά στη τηλεοπτική οθόνη, με τον απόντα πατέρα, με τη διάχυτη βία στον κοινωνικό περίγυρο του ήρωα. Είναι αυτή η βία που συνιστά εντέλει το κέντρο της δραματικής πλοκής: κυρίως θύμα της, και ενίοτε θύτης, ο ήρωας καθορίζεται από αυτήν τη βία
Χωρίς να εκφέρει ηθικές κρίσεις και διατηρώντας μια απόσταση από τεκταινόμενα , ο σκηνοθέτης σχεδιάζει το πορτραίτο του ήρωα με μια διάθεση συμπάθειας: στο τέλος η παρουσία του Luka στις ποδοσφαιρικές κερκίδες μοιάζει να αποτελεί την επιστροφή του στην (οικογενειακή) εστία, το μοναδικό τόπο που αισθάνεται δικό του.
Δημήτρης Μπάμπας