(Τρία παράθυρα και ένας απαγχονισμός)
του Isa Qosja
Η ανώνυμη μαρτυρία μιας γυναίκας ενός μικρού κοσοβάρικου χωριού σε εφημερίδα της περιοχής έρχεται να ταράξει την ειδυλλιακή του ηρεμία. Το γεγονός ότι τέσσερις γυναίκες του χωριού βιάστηκαν κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου θα κλονίσει τα θεμέλια της κλειστής τοπικής κοινότητας, ενώ παράλληλα θα θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία και το κύρος του προέδρου της. Όταν η ταυτότητα της γυναίκας γίνεται γνωστή, ξεκινάει η συστηματική καταδίωξη και αποξένωσή της από το κοινωνικό σώμα, αποκαλύπτεται όμως και το μέγεθος της υποκρισίας και απόκρυψης, της ανελέητης σχεδόν εμμονής στις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές δομές.
Δέκα χρόνια μετά την πολιτική του αλληγορία «Kukumi», ο Isa Qosja επιστρέφει με μια ταινία που, αν και εντός της ίδιας θεματικής - την έλλειψη ελευθερίας και ανθρωπισμού στο μεταπολεμικό Κόσοβο-, διαπραγματεύεται με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα, αυτό του βιασμού γυναικών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η ταινία κινείται σε ενεστώτα χρόνο και όχι στο παρελθόν. Δεν εστιάζει εξάλλου στο ίδιο το γεγονός(ο εχθρός δεν κατονομάζεται καν) αλλά στις συνέπειές του: στη μοίρα αυτών των γυναικών μέσα στην αυστηρά πατριαρχική κοινωνία ενός μικρού βαλκανικού χωριού, στη συνωμοσία της σιωπής που επιβάλλεται από τον τοπικό άρχοντα για λόγους τιμής, στην καχυποψία που καλλιεργείται, στη βίαιη περιθωριοποίηση αυτού που τελικά σπάει τη σιωπή. Παράλληλα η ταινία αφήνει να ξεδιπλωθούν πτυχές της καθημερινότητας που φωτίζουν την καταπίεση και τους περιορισμούς που ασκούν τα ισχυρότερα μέλη της κοινότητας,-οι φορείς της εξουσίας-, στα ασθενέστερα. Οι σκηνές αυτές δίνονται με κωμικό τρόπο, ελαφρύνοντας τη βαριά ατμόσφαιρα που υποβάλλει το βασικό θέμα της ταινίας. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια ισορροπία ανάμεσα στο σκοτεινό θέμα του μεταπολεμικού τραύματος και στη γλαφυρή καθημερινότητα μιας καθόλα παραδοσιακής και άκρως συντηρητικής κοινωνίας, η οποία αντιμάχεται χωρίς επιτυχία το διαφορετικό. Η εναλλαγή αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή και από τον τρόπο κινηματογράφησης του χώρου και κυρίως από το φωτισμό του. Με ιδιαίτερη επιμέλεια στην εσωτερική σύνθεση των πλάνων - στο στήσιμο του κάδρου, στα χρώματα, στο βάθος πεδίου- ο Qosja καταφέρνει να μεταδώσει με προφανή τρόπο τη ζοφερή και απειλητική ατμόσφαιρα των κλειστών χώρων, της επικράτειας των μυστικών (εκεί που προοικονομείται το κακό) αντιπαραθέτοντας την με την καθόλα γήινη και φωτεινή εικόνα του ανοιχτού εξωτερικού τοπίου. Έχοντας ως διευθυντή φωτογραφίας τον γνωστό από τις ταινίες του Ceylan , Gökhan Tiryaki, το Three Windows and a Hanging, που παίζει επίμονα με το συμβολισμό των παράθυρων του τίτλου του, καταφέρνει να κερδίσει τελικά το θεατή όχι τόσο με το θέμα του, όσο κυρίως με την καλλιτεχνική -σχεδόν εικαστική του προσέγγιση. Ρίχνοντας μια μελαγχολική ματιά σε έναν άτεγκτα σοβινιστικό κόσμο που τείνει προς τη δύση του.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]