(Όπερ έδει δείξαι)
του Andrei Gruzsniczki
quod-erat-demonstrandum.jpg

Συνδυάζοντας το καυστικό πνεύμα των ιστοριών του Κούντερα με τη σκοτεινή ατμόσφαιρα των ταινιών κατασκοπείας η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Andrei Gruzsniczki αποκλίνει από αυτό που θα συνιστούσε χαρακτηριστικό δείγμα του σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο αποδίδει με εξαιρετική ακρίβεια αλλά και με ατμοσφαιρική διάθεση τη  θλιβερή νοσηρότητα, την αίσθηση απογοήτευσης και ματαίωσης μέσα σε ένα από τα αυταρχικότερα γραφειοκρατικά συστήματα, αυτού της κομμουνιστικής Ρουμανίας του Τσαουσέσκου.
Η ιστορία υφαίνεται γύρω από τρεις κεντρικούς ήρωες. Δύο επιστήμονες και έναν υπάλληλο της μυστικής αστυνομίας. Βίοι στην ουσία παράλληλοι, αντανακλάσεις ο ένας επί του άλλου, μοίρες αλληλοσυγκρουόμενες αλλά και αλληλοεξαρτώμενες. Φιγούρες που κινούνται μέσα στο ίδιο δίκτυο αυστηρού ελέγχου, ανελευθερίας και καταπίεσης. Το έργο του ευφυούς μαθηματικού Sorin δε δημοσιεύεται στη χώρα του, γιατί ο ίδιος αρνείται να ενταχθεί στο κόμμα. Η ακαδημαϊκή του καριέρα παραμένει στάσιμη, αν και οι μαθηματικές του θεωρίες είναι πρωτοποριακές. Την ίδια στασιμότητα αντιμετωπίζει και ο υπάλληλος της μυστικής αστυνομίας Voican, που βλέπει συναδέλφους του να ανέρχονται στην ιεραρχία της Securitate. Η Elena, φίλη του Sorin από τα φοιτητικά του χρόνια και διακεκριμένη επιστήμονας στον τομέα των υπολογιστών, αν και ενταγμένη στο κόμμα, δυσκολεύεται να αποκτήσει το πολυπόθητο διαβατήριο που θα εξασφαλίσει σε αυτήν και το γιο της τη φυγή τους στο εξωτερικό. Εκεί που βρίσκεται ήδη ο εκπατρισμένος σύζυγος, το τέταρτο αλλά απόν πρόσωπο της ιστορίας.  Όλοι βρίσκονται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο αναμονής. Αλλά ο ιστός της ιστορίας είναι πολύ πιο σύνθετος, αφού το σύστημα εκφοβισμού και καταστολής που κυριαρχεί επηρεάζει υπόγεια και τις ανθρώπινες σχέσεις και τις περιπλέκει.
 Στον πυρήνα της ταινίας βρίσκονται οι ζωές των δύο επιστημόνων και η μεταξύ τους σχέση. Μια σχέση αμφίσημη, αινιγματική. Ο αστυνόμος, φιγούρα σχεδόν αρχετυπική , είναι το τρίτο καταλυτικό πρόσωπο, που θα μετέλθει κάθε μέσο για να πετύχει το σκοπό του. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες.  Ο πρώην συμφοιτητής-νυν καταδότης, ο ηλικιωμένος πατέρας της Elena, ο γιος της.
 Ο Gruzsniczki  παρακολουθεί τους ήρωες στον επαγγελματικό αλλά και οικογενειακό τους χώρο σχεδιάζοντας τη δράση με μαθηματική ακρίβεια. Συναντήσεις, μυστικές συμφωνίες, υποσχέσεις φιλίας, συναλλαγές και προδοσίες αποδίδονται με την αφαιρετικότητα και τη συμμετρία μαθηματικού γραφήματος,  σε μια ταινία «λημμάτων και διλημμάτων». Και η ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταινίας υπηρετεί με ιδανικό τρόπο το σκοπό αυτό.
Ό,τι διαφαίνεται κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής αυτής εξίσωσης είναι η αίσθηση μιας αξεπέραστης μοναξιάς και απομόνωσης, όπου ο καθένας πορεύεται μόνος με τον εαυτό του. Και όπου εντούτοις η ελπίδα διαφυγής είναι ανοιχτή, όσο κι αν η εξουσία ρίχνει βαριά τη σκιά της παντού. 
Το Quod Erat Demonstrandum, παρά τη θεματική του, δε συνιστά ωστόσο  ένα τυπικό κοινωνικό δράμα. Τόσο το ειρωνικό πνεύμα που διαποτίζει την κινηματογραφική αφήγηση,- με τη μορφή υπαινικτικών σχολίων ή απλά με την οπτικοποίηση των κακώς κειμένων-, όσο και  η διακριτική απόσταση που κρατάει ο Gruzsniczki από τους ήρωες, συντελούν στην αυθεντική, μάλλον ψυχρή αποτύπωση μιας εποχής, με όλη της την παράνοια και την αποπνικτική της κοινοτυπία. Κι ενώ η δράση φαίνεται να κλιμακώνεται μόνο στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο σκηνοθέτης αφήνει τη λύση ανοιχτή, αναθέτοντας την απόδειξη στο θεατή ή ίσως στην ίδια την ιστορία.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]