των Marie Amachoukeli, Claire Burger & Samuel Theis
Πορτραίτο μιας εργαζόμενης γυναίκας, σε ύφος ρεαλιστικό και με τόνους συναισθηματικούς, η ταινία αποφεύγει την όποια ηθικολογία για να εστιάσει σε κάτι πιο ουσιαστικό: στα ελλείματα μιας ζωής.
Η Angélique, έχει προ πολλού περάσει τα 60. Στην ηλικία της και στο χώρο εργασίας -είναι κονσοματρίς σε μπαρ-, αλλά όχι μόνο σ’ αυτόν, οι συνάδελφοι της βγαίνουν στη σύνταξη. Όμως η Angélique επιμένει: βλέπει το επαγγελματικό της μέλλον θολό και προσπαθεί να το αλλάξει. Αποφασίζει να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους παλιούς της πελάτες. Όταν, απροσδόκητα και ανέλπιστα, δέχεται την πρόταση γάμου ενός απ’ αυτούς, αποφασίζει να την κάνει αποδεκτή. Όμως η πορεία προς το γάμο είναι μια μακρά, και όπως αποδεικνύεται συναισθηματική επώδυνη διαδικασία. Και όχι μόνο γιατί, κατά αυτόν τον τρόπο, η Angélique βγαίνει στη σύνταξη...
Οι σκηνοθέτες υπακούοντας στις νόρμες και τους κανόνες ενός στραμμένου προς το ρεαλισμό σινεμά (που εξάλλου συνιστά και την κυρίαρχη τάση στο χώρο του γαλλικού σινεμά), σχεδιάζουν το πορτραίτο μιας 60χρονης που έζησε μια ζωή μέσα στις ασωτείες και τις (σαρκικές και άλλες) απολαύσεις. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια διαδρομή ζωής έχει τα θύματα της, αλλά και τα κρυφά μυστικά της. Στην περίπτωση της Angélique είναι η σχέση με τη μικρότερη από τα 4 παιδιά της, θυγατέρα.
Οι σκηνοθέτες σχεδιάζουν καταρχάς το πορτραίτο της ηρωίδας, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα της. Παράλληλα, όμως, και καθώς οι προετοιμασίες για το γάμο προχωρούν, εστιάζουν και στα των σχέσεων της με τα παιδιά της.
Όμως, όπως αποδεικνύεται στο τέλος, το έλλειμμα της ζωής της ηρωίδας δεν είναι μόνο συναισθηματικό και δεν αφορά μόνο τα παιδιά της. Είναι ένα έλλειμμα που αφορά τη σχέση της με την πραγματικότητα (της ημέρας). Έγκλειστη τόσα χρόνια στα σκοτάδια της νύχτας, παγιδευμένη στα λαμπερά φώτα της δεν μπορεί να αντικρίσει το φως της ημέρας: είναι ένα αμετανόητο party girl.
Και γι’ αυτό ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην πρωταγωνίστρια της ταινίας, την Angélique Litzenburger, μητέρας ενός εκ των σκηνοθετών, του Samuel Theis. Οι ρυτίδες που χαράσσουν το πρόσωπο της είναι πραγματικές. Βαθιές και έντονες, δεν κρύβονται από κανένα έντονο μακιγιάζ: είναι τα σημάδια του αμείλικτου χρόνου, οι ουλές από τις πληγές της πραγματικής ζωής που πέρασε.
Και η αδυναμία της Angélique να δει το φως της ημέρας, πάντα έντονο, σκληρό και αποκαλυπτικό, είναι η αδυναμία της να συμφιλιωθεί με το πέρασμα του χρόνου…
Δημήτρης Μπάμπας