(Η λευκή κορδέλα)
του Michael Haneke
white3.jpg

Σ’ αυτό το γαλήνιο προτεσταντικό χωριό της Βόρειας Γερμανίας, εν έτει 1913, διεξάγεται (ακόμα μια φορά) η προαιώνια μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Το Καλό, εξαιρετικά εξασθενημένο, στριμωγμένο ήδη από την αρχή, είναι προσωποποιημένο στην αδύναμη φιγούρα του άκακου δασκάλου (ποτέ δεν τον βλέπουμε να κάνει μάθημα), που αφηγείται την ιστορία από ένα μακρινό μέλλον. Οι πυλώνες του Κακού υψώνονται κυρίαρχοι και σκοτεινοί, γερά θεμελιωμένοι στο πατροπαράδοτο τρίπτυχο: οικογένεια – εκκλησία - εκπαίδευση. Τα στυλώματα της κοινωνικής συνοχής είναι γεμάτα μίσος, μοιάζει να μας λέει ο αυστριακός δημιουργός, καθώς μας βυθίζει σιγά-σιγά σ’ έναν ασπρόμαυρο αγροτικό εφιάλτη των αρχών του 20ού αιώνα. Η ταινία και πάλι αναπτύσσει τον αμετακίνητο κεντρικό θεματικό άξονα στο έργο του Χάνεκε, μια έρευνα γύρω από τη φύση του Κακού και της βίας, που αποτελεί μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις του. Ενώ στο προηγούμενο έργο του η βία (σωματική και ψυχολογική), ακροβατούσε σ’ ένα τεντωμένο μυθοπλαστικό σκοινί, έτοιμο να σπάσει, σε μια ισορροπία καθαρού κινηματογραφικού τρόμου, εδώ το σκοινί είναι υπαρκτό: δεμένο ανάμεσα στα δύο δέντρα (ποτέ δεν μαθαίνουμε από ποιον), προκαλεί την πρώτη, από μια σειρά πτώσεων, που οδηγούν στην άβυσσο. Η πτώση του γιατρού ανοίγει την καταπακτή και το Κακό ξεχύνεται, μαυρίζοντας τις εικόνες. Το θέμα της ανθρώπινης φύσης και της σχέσης της με το Κακό, στοιχειώνει όλο το έργο του κορυφαίου ευρωπαίου δημιουργού. Σ’ όλες του τις ταινίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναρωτιέται: το Κακό γεννιέται μαζί μας, κυοφορείται μέσα μας ή εμφυτεύεται από τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες; «Όταν μια ιδέα μετατρέπεται σε ιδεολογία» λέει ο Χάνεκε, «οι εκπρόσωποί της θεωρούν τους εαυτούς τους κριτές των άλλων ανθρώπων και μπορούν έτσι να τους μεταχειριστούν ή ακόμα και να τους εξαφανίσουν», πράγμα που οι Ναζί κατάφεραν με απίστευτη αποτελεσματικότητα, γιατί είχαν γαλουχηθεί με τα κατάλληλα νάματα. Σ’ αυτά ακριβώς τα νάματα ριζώνει το μολυσμένο απόστημα το οποίο ψηλαφεί Η λευκή κορδέλα. Ένα καρκίνωμα που ο Χάνεκε «χειρουργεί» (ποτέ ένας στερεοτυπικός προσδιορισμός για σκηνοθέτη δεν ήταν τόσο εύστοχος), χωρίς αναισθητικό, και αφήνοντας την πληγή ανοιχτή «αν θέλουμε να καταλάβουμε τι είδους πληγή και πόσο βαθιά είναι», όπως σημειώνει. Είναι το σώμα της ψυχής αυτό που «χειρουργεί» ο Μίκαελ Χάνεκε στην Λευκή κορδέλα, μια ταινία που δικαιώνει τον όρο τέχνη όταν μιλάμε για τον κινηματογράφο.
 
- Χρυσός Φοίνικας, Οικουμενικό Βραβείο της Επιτροπής και Βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ Καννών, Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στις Χρυσές Σφαίρες, Βραβείο καλύτερης φωτογραφίας από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου στον Κρίστιαν Μπέργκερ, Βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, Βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στον Μπούργκχαρτ Κλάουσνερ και φωτογραφίας στον Κρίστιαν Μπέργκερ από τη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου, Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας από την Ομοσπονδία κριτικών κινηματογράφου της Αυστραλίας, του Σικάγο και πολλά άλλα βραβεία σε όλο τον κόσμο.
Με τους:    Christian Friedel, Ernst Jacobi, Leonie Benesch

(δ.τ.)