(Η γη τρέμει)
του Luchino Visconti
Ο νεαρός Ντόνι Βαλάστρο προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους ψαράδες του Άτσι Τρέτσι στη Σικελία να εξεγερθούν ενάντια στη δεσποτική συμπεριφορά των ιχθυεμπόρων. Ακολουθούν αναταραχές και κάποιοι ψαράδες συλλαμβάνονται. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι οι χονδρέμποροι φροντίζουν να αφεθούν ελεύθεροι επειδή τους χρειάζονται. Ο Ντόνι πείθει τους συγγενείς του να δουλέψουν μόνοι τους και, αν χρειαστεί, να βάλουν υποθήκη το σπίτι τους. Στην αρχή η θαρραλέα επιλογή φαίνεται να κερδίζει: οι Βαλάστρο ευνοούνται από μια εξαιρετική ψαριά αντσούγιας, αλλά στη συνέχεια χάνουν τη βάρκα τους σε μια καταιγίδα. Το όνειρο του Ντόνι για χειραφέτηση καταρρέει. Η οικογένεια είναι αναγκασμένη να πουλάει την ψαριά της στους χονδρέμπορους για ψίχουλα και μη μπορώντας να πληρώσει την υποθήκη, χάνει και το σπίτι. Η οικονομική καταστροφή τους εξοντώνει και η οικογενειακή τους ζωή διαλύεται. Εντέλει, δεν υπάρχει άλλη λύση για τον Ντόνι απ’ το να επιστρέψει για δουλειά στις βάρκες των χονδρεμπόρων, ξαναβγαίνοντας στην θάλασσα με τα μικρότερα αδέλφια του. Παρά την ήττα του, ο Ντόνι πιστεύει ότι οι ψαράδες δεν πρέπει να παραιτηθούν από τον κοινό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση.
«Η γη τρέμει είναι μια ταινία χρηματοδοτημένη από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για να αποτελέσει πρότυπο της αντίληψής του για την παιδευτική και πολιτική λειτουργία του κινηματογράφου. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλια και θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας για την σκληρή ζωή των εργατών της Σικελίας. Σ’ αυτό περιγράφονται οι ψαράδες και τα άλλα δύο, τα ανολοκλήρωτα μέρη, θα αφορούσαν τους αγρότες και τους ανθρακωρύχους. Ο Βισκόντι χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα του Βέργκα ως αφορμή, καθώς απομακρύνεται απ’ αυτό - τόσο ιδεολογικά όσο και δραματουργικά. ‘’Η φτώχεια είναι συνήθεια’’ λέει στην αρχή σχεδόν της ταινίας, ένας από τους πρωταγωνιστές. Γι’ αυτό και η εξέγερση δεν είναι μόνο μια πράξη ενάντια στους καραβοκύρηδες, αλλά και μια αφύπνιση της ίδιας της κοιμισμένης συνείδησης των ταπεινών. Η αυθεντικότητα, αδιαπραγμάτευτο στοιχείο για την πειστικότητα και την λειτουργικότητα της ταινίας, στηρίζεται σε δύο κυρίως υλικά: στους ερασιτέχνες ηθοποιούς–ψαράδες που αναπαριστούν την οικεία καθημερινότητά τους και στη χρήση της ντοπιολαλιάς, της σικελικής διαλέκτου. Σε μια άλλη περίπτωση τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι συντηρητικά, αποδεικτικά μιας γραφικότητας που κατά τεκμήριο έχει η παράδοση. Ο Βισκόντι τα χειρίζεται διαλεκτικά, τα συνδέει με εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού, με τα τραγούδια και τις χαρές, τα ζυμώνει με την οργή και τον ιδρώτα, τα οδηγεί στην επαναστατική αναγκαιότητα της εξέγερσης».
(Απόσπασμα από το γενικό κείμενο του Γιώργου Μπράμου με τίτλο Τα νεορεαλιστικά ίχνη στον Λουκίνο Βισκόντι)
Με τους: Antonio Arcidiacono, Giuseppe Arcidiacono, Venera Bonaccorso
(δ.τ.)