(Ο γατόπαρδος)
του Luchino Visconti
Σικελία, 1860. Η είδηση της απόβασης των Γαριβαλδινών διακόπτει την προσευχή στην έπαυλη του πρίγκιπα ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, μεγάλου και παλιού φεουδάρχη της περιοχής. Υποκινούμενος από καιροσκοπισμό, ο Τανκρέντι, ανιψιός του πρίγκιπα, κατατάσσεται στους εθελοντές με την ανερχόμενη αστική τάξη και με την έγκριση του θείου. Παρά το επαναστατικό κλίμα, οι συνήθειες του ντι Σαλίνα δεν αλλάζουν. Όπως κάθε χρόνο, η οικογένεια πηγαίνει διακοπές στο εξοχικό κτήμα. Στο δημοψήφισμα που ακολουθεί, ακόμα και ο πρίγκιπας ψηφίζει υπέρ της υπαγωγής του φέουδου στο κράτος της Σαβοΐας. Ο νέος ισχυρός άνδρας της περιοχής και εκπρόσωπος της νέας τάξης πραγμάτων που διαμορφώνεται, είναι ο δήμαρχος ντον Καλότζερο Σεντάρα, άνθρωπος άξεστος και νεόπλουτος. Όταν ο πρίγκιπας τον καλεί σε γεύμα, εκείνος εμφανίζεται συνοδευόμενος από την πανέμορφη κόρη του, Αντζέλικα. Ο ανιψιός Τανκρέντι, που έχει ήδη αρχίσει να αναρριχάται κοινωνικά στο νέο καθεστώς, την ερωτεύεται, εκείνη μοιάζει να ανταποκρίνεται και ο θείος στηρίζει την απόφαση του ανιψιού (που δεν έχει προσωπική περιουσία) να την αρραβωνιαστεί. Όταν προσφέρεται στον πρίγκιπα μία έδρα στην Γερουσία, εκείνος δεν την αποδέχεται, πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την Σικελία και την νοοτροπία των Σικελών. Κατά την διάρκεια μιας λαμπρής χοροεσπερίδας της τοπικής αριστοκρατίας στο Παλέρμο, ο ντι Σαλίνα συνειδητοποιεί ότι κόσμος του και η εποχή του οδεύουν νομοτελειακά προς το λυκόφως και φεύγοντας από το χορό βαδίζει μόνος προς την κατοικία του…
«Συμφωνώ με αυτούς που θεωρούν το Risorgimento μια χαμένη ή μάλλον προδομένη επανάσταση... Η ταινία μου δεν είναι –και δεν θα μπορούσε να είναι- μια μεταγραφή σε εικόνες του μυθιστορήματος του Λαμπεντούζα. Δεν ανήκω στους υπέρμαχους μιας γερασμένης και ξεπερασμένης πια πρωτοπορίας, οι οποίοι, προσκολλημένοι στην αντίληψη του “ειδικού χαρακτήρα” της ταινίας, πιστεύουν βαθύτατα στις μαγικές ιδιότητες της κάμερας και θεωρούν ότι δημιουργούν πραγματικό κινηματογράφο μόνον όταν μεταφέρουν αυτούσια στο πανί, όλα τα στοιχεία ενός βιβλίου. Μια ταινία για να αξίζει, οφείλει να διατηρεί τα δικά της εκφραστικά μέσα, παραμένοντας πιστή στο μυθιστόρημα που την ενέπνευσε (όπως ελπίζω ότι έγινε με τον Γατόπαρδο) και δεν μιλώ μονάχα για το οπτικό στοιχείο (…) Έχει γραφτεί ότι ανέκαθεν με γοήτευαν η μνήμη και το προαίσθημα, η σπαρακτική φυγή από την πραγματικότητα και η καταφυγή στο παρελθόν, τα σκοτεινά, ανομολόγητα, παράλογα προμηνύματα μιας απροσδιόριστης καταστροφής. Εδώ κινούμαι σ’ ένα κλίμα που είναι πολύ πιο κοντινό στον Μαρσέλ Προυστ απ’ ό,τι φερ’ ειπείν στον Βέργκα (…) Το κεντρικό θέμα του Γατόπαρδου (“για να μείνουν όλα ίδια, είναι αναγκαίο ν’ αλλάξουν όλα”) δεν με ενδιέφερε μόνον ως ανηλεής κριτική της προόδου, ως απόλυτη άρνηση κάθε είδους μεταμόρφωσης που σαν μαύρο σύννεφο σκεπάζει την χώρα μας και εξακολουθεί να εμποδίζει μέχρι και σήμερα κάθε πραγματική αλλαγή. Από μια πιο οικουμενική και -φευ- πολύ επίκαιρη οπτική, μ’ ενδιέφερε και ως τάση κάθε νέας, ανερχόμενης τάξης, να υποτάσσεται κατά κάποιο τρόπο στους κανόνες της παλιάς».
(Απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Antonello Trombadori το 1963).
Με τους: Burt Lancaster, Alain Delon, Claudia Cardinale
(δ.τ.)